Tα Χριστούγεννα του 2020, η πανδημία έδειχνε για πρώτη φορά τη δυναμική της στη χώρα μας. Γιορτάσαμε σε συνθήκες lockdown και με την υπόσχεση ενός εμβολίου που μόλις είχε φτάσει και στην Ελλάδα. Eνα χρόνο μετά, οκτώ στους δέκα Ελληνες είχαν εμβολιαστεί και ένα σημαντικό ποσοστό αυτών είχε κάνει και την αναμνηστική δόση. Η επέλαση της νέας –τότε– παραλλαγής «Ομικρον» οδήγησε ξανά σε περιοριστικά μέτρα. Σήμερα, λίγο μετά την αυγή του 2023, φαίνεται να έχουμε το πάνω χέρι σε αυτήν την κρίση δημόσιας υγείας: το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού έχει νοσήσει, εννέα στους δέκα ενήλικες έχουν εμβολιαστεί και στο οπλοστάσιο έχουν προστεθεί θεραπείες που εάν χορηγηθούν εγκαίρως, μπορούν να αποτρέψουν τη σοβαρή νόσηση.
Οι ειδικοί επιστήμονες πλέον εμφανίζονται όλο και πιο σίγουροι ότι ο SARS-CoV-2 ήρθε για να μείνει. «Τα ποσοστά των μολύνσεων κατά καιρούς θα αυξομειώνονται, τους χειμερινούς μήνες πιθανόν να είναι περισσότερα, αλλά η νόσηση θα υπάρχει σε μόνιμη βάση. Tο τέλος της πανδημίας μπορεί “επισήμως” να κηρυχθεί μέσα στη νέα χρονιά, ο ιός όμως δεν θα μας εγκαταλείψει», επισημαίνει στην «Κ» ο καθηγητής Μικροβιολογίας, διευθυντής του Μικροβιολογικού Εργαστηρίου του ΕΚΠΑ και αντιπρύτανης Αθανάσιος Τσακρής. «Η αίσθησή μου είναι ότι εάν δεν έχουμε κάποια σημαντική αλλαγή, δηλαδή ένα καινούργιο στέλεχος του SARS-CoV-2 το οποίο εκτός από το να μεταδίδεται εύκολα, θα προκαλεί σοβαρότερη νόσο, η κατάσταση με την COVID-19 θα εξελιχθεί το 2023 σχετικά ήρεμα», σημειώνει στην «Κ» η καθηγήτρια Υγιεινής – Επιδημιολογίας, διευθύντρια Εργαστηρίου Υγιεινής Επιδημιολογίας και Ιατρικής Στατιστικής της Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ και πρόσεδρη καθηγήτρια Επιδημιολογίας του Πανεπιστημίου Harvard, ΗΠΑ, Παγώνα Δ. Λάγιου. Η κ. Λάγιου, ωστόσο, σημειώνει: «Από τη στιγμή που ο ιός συνεχίζει να κυκλοφορεί, ας μη βιαστούμε να κηρύξουμε το τέλος της πανδημίας. Ας είμαστε προσεκτικοί και νομίζω τα πράγματα θα πάνε καλά». Από τα μέσα Σεπτεμβρίου έως και τα μέσα Δεκεμβρίου, η COVID-19 στη χώρα μας έχει σταθεροποιηθεί σε 50.000 με 55.000 καταγεγραμμένα κρούσματα και 130-150 θανάτους την εβδομάδα, ενώ οι διασωληνωμένοι ασθενείς δεν έχουν ξεπεράσει τους 100. «Η COVID-19 πρέπει ήδη να θεωρείται ενδημική, έχοντας πια συνεχή και αδιάλειπτη παρουσία στον πληθυσμό, όπως συμβαίνει με τη γρίπη, την ελονοσία, τον HIV και άλλες ενδημικές λοιμώξεις», επισημαίνει ο κ. Τσακρής. Και εξηγεί: «Για να καταλάβουμε ακριβώς τι σημαίνει αυτό: η ενδημικότητα μιας νόσου καθορίζεται κυρίως από την υψηλή μεταδοτικότητα και τη μικρή θνητότητα, ώστε να συνεχίζει να εξαπλώνεται ανάμεσα στους ξενιστές. Στην περίπτωση της COVID-19, ειδικά με τις υποπαραλλαγές της Ομικρον, αυτή η λεπτή ισορροπία έχει επιτευχθεί».
Στο ίδιο πλαίσιο, η κ. Λάγιου τονίζει ότι σε αυτή τη φάση της πανδημίας είμαστε σε ευνοϊκότερη θέση σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν. Οπως επισημαίνει, «αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε με ένα στέλεχος του SARS-CoV-2 και υποπαραλλαγές που προέρχονται από αυτό και μεταδίδονται πιο εύκολα συγκριτικά με προηγούμενες παραλλαγές, αλλά προκαλούν λιγότερο σοβαρά περιστατικά. Παράλληλα, ο πληθυσμός σε μεγάλο ποσοστό έχει νοσήσει και έχει κάποια αντισώματα, ενώ έχουμε και το μεγάλο πλεονέκτημα των εμβολίων. Σαφώς δεν μπορούμε να πούμε ότι ο ιός έχει εξαφανιστεί. Εξακολουθούμε να βλέπουμε λοιμώξεις, χωρίς όμως να έχουμε πίεση στο σύστημα υγείας, χάρη στην ανοσία λόγω των εμβολιασμών και των νοσήσεων των προηγούμενων μηνών και της άνεσης που μας δίνουν τα φάρμακα».
Tο τέλος της πανδημίας μπορεί «επισήμως» να κηρυχθεί μέσα στη νέα χρονιά, ο ιός όμως δεν θα μας εγκαταλείψει.
Θεωρείται πλέον σίγουρο ότι όσο δεν υπάρχει δραματική αλλαγή στην πορεία αυτή, η στρατηγική μας έναντι της COVID-19 θα συνεχίσει να στοχεύει στον περιορισμό των σοβαρών λοιμώξεων με τα εμβόλια, στην έγκαιρη θεραπευτική παρέμβαση με αντιιικά φάρμακα, στα μέτρα υγιεινής, καθώς και στην ενίσχυση του ΕΣΥ, που τα τελευταία χρόνια δέχεται –και θα εξακολουθήσει να δέχεται– ισχυρές πιέσεις. Στην ερώτηση εάν θα κληθούμε να κάνουμε ξανά εμβόλιο το 2023, η κ. Λάγιου εκτιμά ότι «το να υπάρχει ένα εμβόλιο εποχικό όπως υπάρχει για τη γρίπη δεν είναι κακό σενάριο. Στην πραγματικότητα, είναι ίσως το δεύτερο καλύτερο σενάριο μετά την πλήρη εξάλειψη του ιού. Προς το παρόν, πάντως, ας επικεντρωθούμε στη δεύτερη αναμνηστική δόση για όσους την έχουν ανάγκη και για όσους για συγκεκριμένους λόγους θέλουν να την κάνουν».
Σύμφωνα με τον κ. Τσακρή, στα ζητούμενα από εδώ και πέρα είναι και «η αντιμετώπιση των βραχυπρόθεσμων και κυρίως των μακροπρόθεσμων επιπτώσεων της long COVID, που αφορούν έναν στους τέσσερις ενήλικες και ένα στα επτά παιδιά, καθώς και η λήψη μέτρων για μια άλλη, σιωπηλή πανδημία, εκείνη των ψυχικών διαταραχών, οι οποίες έχουν αναζωπυρωθεί την τελευταία τριετία. Ολα αυτά συνδέονται μεταξύ τους, σαν ένα ντόμινο που εύκολα μπορεί να καταρρεύσει».
Και προσθέτει: «Θα πρέπει επίσης να συνειδητοποιήσουμε ότι ο SARS-CoV-2 είναι μόνο μια “πρόγευση” από ένα κύμα διαδοχικών ιών τους οποίους θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε στο μέλλον. Ας μην ξεχνάμε ότι ήδη το 60% των γνωστών μολυσματικών ασθενειών στους ανθρώπους και το 75% των αναδυόμενων μολυσματικών ασθενειών χαρακτηρίζονται ζωονόσοι. Αυτές οι νόσοι διαρκώς θα αυξάνονται, καθώς οι ιοί θα βρίσκουν ολοένα και πιο εύκολα τον δρόμο να περνούν από τα ζώα στον άνθρωπο, ως αποτέλεσμα της κλιματικής αλλαγής, της πυκνότητας του πληθυσμού, της καταστροφής των φυσικών οικοσυστημάτων και της εντατικής κτηνοτροφίας. Οι προβλέψεις για μια επόμενη, πιθανότατα πιο θανατηφόρο πανδημία, μόνο σενάριο επιστημονικής φαντασίας δεν είναι», σημειώνει ο κ. Τσακρής.
«Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να κρατήσουμε τα μαθήματα της πανδημίας COVID-19», επισημαίνει η κ. Λάγιου. «Ενα από τα σημαντικότερα μαθήματα είναι η εμπιστοσύνη στην επιστήμη και το να αποφεύγει κανείς να ακούει φωνές παράλογες και θεωρίες συνωμοσιολογίας. Με σύνεση, με εφαρμογή κανόνων υγιεινής, με τη δύναμη της επιστήμης και την επικράτηση της λογικής, θα μπορέσουμε να αντεπεξέλθουμε σε οποιαδήποτε πρόκληση από πλευράς λοιμωδών νοσημάτων».
Οι ειδήσεις της Πιερίας με ένα κλικ.