Η συμφωνηθείσα νομοθεσία έχει στόχο να διασφαλίσει ότι οι κατώτατοι μισθοί σε όλες τις χώρες της ΕΕ θα εγγυώνται αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης για τους εργαζομένους.
Τη Δευτέρα το βράδυ, οι διαπραγματευτές του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου συμφώνησαν σχετικά με τους κανόνες της ΕΕ για τον καθορισμό επαρκών κατώτατων μισθών, όπως αυτοί προβλέπονται από την εθνική νομοθεσία ή τις συλλογικές συμβάσεις. Η νέα νομοθεσία θα ισχύει για όλους τους εργαζομένους της ΕΕ που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας. Οι χώρες της ΕΕ στις οποίες ο κατώτατος μισθός προστατεύεται αποκλειστικά μέσω συλλογικών συμβάσεων δεν θα είναι υποχρεωμένες να τον θεσπίσουν, ούτε να καταστήσουν τις εν λόγω συμβάσεις καθολικά εφαρμοστέες.
Επαρκείς μισθοί
Η συμφωνία προβλέπει ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να αξιολογήσουν κατά πόσον οι υφιστάμενοι νόμιμοι κατώτατοι μισθοί τους (δηλαδή ο χαμηλότερος μισθός που επιτρέπεται) είναι επαρκείς για να εξασφαλίσουν αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, λαμβάνοντας υπόψη τις δικές τους κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, την αγοραστική τους δύναμη ή τα μακροπρόθεσμα εθνικά επίπεδα παραγωγικότητας και εξελίξεις.
Για την αξιολόγηση της επάρκειας, οι χώρες της ΕΕ μπορούν να καθορίσουν ένα «καλάθι αγαθών και υπηρεσιών» σε πραγματικές τιμές. Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να εφαρμόζουν ενδεικτικές τιμές αναφοράς που χρησιμοποιούνται ευρέως διεθνώς, όπως το 60% του ακαθάριστου διάμεσου μισθού και το 50% του ακαθάριστου μέσου μισθού.
Οι κρατήσεις από τον κατώτατο μισθό ή οι διαφοροποιήσεις του θα πρέπει να μην εισάγουν διακρίσεις, να είναι αναλογικές και να έχουν θεμιτό στόχο, όπως η ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών ή παρακρατήσεων που διατάσσονται από δικαστική ή διοικητική αρχή.
Συλλογικές διαπραγματεύσεις
Οι διαπραγματευτές της ΕΕ συμφώνησαν ότι οι χώρες της ΕΕ θα πρέπει να ενισχύσουν τις κλαδικές και διακλαδικές συλλογικές διαπραγματεύσεις ως ουσιαστικό παράγοντα για την προστασία των εργαζομένων, παρέχοντάς τους έναν κατώτατο μισθό. Τα κράτη μέλη στα οποία λιγότερο από το 80% του εργατικού δυναμικού προστατεύεται από συλλογική σύμβαση θα πρέπει να καταρτίσουν σχέδιο δράσης για τη σταδιακή αύξηση της κάλυψης αυτής. Για τον σχεδιασμό της βέλτιστης στρατηγικής για τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να εμπλέκουν τους κοινωνικούς εταίρους και να ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με τα μέτρα που λαμβάνονται και να δημοσιοποιούν το σχέδιο.
Έλεγχοι και δικαίωμα προσφυγής
Το συμφωνηθέν κείμενο προβλέπει επίσης την υποχρέωση των χωρών της ΕΕ να θεσπίσουν ένα σύστημα για την εφαρμογή των κανόνων, το οποίο θα περιλαμβάνει αξιόπιστη παρακολούθηση, ελέγχους και επιτόπιες επιθεωρήσεις, ώστε να διασφαλίζεται η συμμόρφωση και να αντιμετωπίζεται η καταχρηστική υπεργολαβία, η ψευδής αυτοαπασχόληση, οι μη καταγεγραμμένες υπερωρίες ή η αυξημένη ένταση εργασίας.
Οι εθνικές αρχές θα πρέπει να διασφαλίζουν το δικαίωμα προσφυγής των εργαζομένων των οποίων τα δικαιώματα έχουν παραβιαστεί. Οι αρχές πρέπει επίσης να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την προστασία των εργαζομένων και των συνδικαλιστικών τους εκπροσώπων.
Επόμενα βήματα
Η προσωρινή πολιτική συμφωνία την οποία διαπραγματεύτηκαν οι αρμόδιοι ευρωβουλευτές εκ μέρους του ΕΚ θα πρέπει τώρα να εγκριθεί πρώτα από την επιτροπή Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων του Κοινοβουλίου, πριν υποβληθεί σε ψηφοφορία στην ολομέλεια. Το Συμβούλιο πρέπει επίσης να εγκρίνει τη συμφωνία.
Δηλώσεις
Μετά την επίτευξη της συμφωνίας, ο συνεισηγητής Dennis Radtke (ΕΛΚ, Γερμανία) δήλωσε: «Με τη συμφωνία για τους κατώτατους μισθούς, γράφουμε κοινωνικοπολιτική ιστορία στην Ευρώπη. Για πρώτη φορά, η νομοθεσία της ΕΕ θα συμβάλλει άμεσα στη διασφάλιση δικαιότερων και καλύτερων αμοιβών για τους εργαζομένους».
Η συνεισηγήτρια Agnes Jongerius (Σοσιαλιστές, Ολλανδία) προσέθεσε: «Με αυτόν τον ευρωπαϊκό νόμο, μειώνουμε τις μισθολογικές ανισότητες και πιέζουμε για υψηλότερους μισθούς για τους χαμηλόμισθους εργαζομένους της Ευρώπης. Όλοι θα πρέπει να είναι σε θέση να αγοράσουν νέα ρούχα, να ενταχθούν σε μια ομάδα άθλησης ή να πάνε διακοπές όπως τους αξίζει. Εν συντομία, θα πρέπει να έχουν αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο».
Ο Dragoş Pîslaru (Renew, Ρουμανία), πρόεδρος της επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων, κατέληξε: «Η οδηγία δημιουργεί νέες ευκαιρίες για τους Ευρωπαίους πολίτες ώστε να αποφύγουν τη λεγόμενη φτώχεια των εργαζομένων και να αποκτήσουν πρόσβαση στον κοινωνικό διάλογο. Δημιουργεί διαφανείς και κατάλληλες διαδικασίες, καθώς και κοινά μέτρα εφαρμογής σε επίπεδο ΕΕ, εξισορροπώντας παράλληλα τις εθνικές ιδιαιτερότητες».