Σειρά προτάσεων καταθέτουν οι έμποροι για την… «έξοδό τους» από την κρίση
Οι έμποροι, μέσω της ΕΣΕΕ με επιστολή τους στα Υπουργεία Οικονομικών και Οικονομίας, ενόψει Δ.Ε.Θ. επιχειρούν να τεκμηριώσουν με στοιχεία τις θέσεις και τις προτάσεις τους, ενώ ζητούν μία δίκαιη και σταθερή φορολογία αντί για τη μέχρι σήμερα «φορολογία χωρίς μετρολογία».
Όπως υποστηρίζουν, το νέο ξεκίνημα της Οικονομίας «και η σταθερή κατεύθυνσή της προς τον δρόμο της ανάπτυξης», ως κοινός στόχος των δυνάμεων του Ελληνικού λαού, καθιστούν αναγκαία την προσεκτική αξιολόγηση των συγκεκριμένων προτάσεων, οι οποίες είναι βέβαιο ότι θα συμβάλλουν αποφασιστικά, ώστε να καθοριστούν οι άξονες μιας επιτυχημένης μελλοντικής πορείας τόσο της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας όσο και της οικονομίας γενικότερα.
Επισημαίνεται, λοιπόν, ότι στην ελληνική αγορά και σε ένα δείγμα περίπου 250.000 επιχειρήσεων το 80% εξ’ αυτών έχει ζημιές και μηδενικά αποτελέσματα, αφού 4 στις 10 είναι ζημιογόνες, 5 στις 10 έχουν μηδενικά ή οριακά κέρδη και μόνο 1 στις 10 έχει κέρδη άνω των 60.000 ευρώ. Όταν οι βεβαιωμένοι φόροι των επιχειρήσεων (ΦΕΝΠ) εκτιμάται πως θα ανέλθουν στα 4,8 δις ευρώ (εκτίμηση φορολογικού έτους 2017), όταν η συνολική φορολογητέα ύλη/εισοδήματα 2017 είναι φέτος μειωμένη κατά περίπου 2 δις ευρώ σε σχέση με τα εισοδήματα του 2016, με εκείνη των αυτοαπασχολουμένων να υπολείπεται κατά περίπου 0,4 δις ευρώ και όταν τα νέα ληξιπρόθεσμα των βεβαιωμένων φόρων στην Εφορία ξεπέρασαν τα 5,1 δις ευρώ το α’ εξάμηνο, τότε υπάρχει «υπέρμετρη» φορολόγηση. Όταν με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του ΕΦΚΑ (ΑΠΔ/ΙΚΑ) τον Φεβρουάριο του 2018 ο μέσος μισθός στην Ελλάδα πλήρους και μερικής απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα ανέρχεται στα 929 ευρώ και στο Δημόσιο 1.075 ευρώ (β΄ τριμ. 2017), όταν το μέσο νοικοκυριό έχει εισόδημα 1.104 ευρώ τον μήνα και όταν η μέση σύνταξη εκτιμάται στα 897 ευρώ (μέσο εισόδημα από κύριες και επικουρικές), τότε «ασύμμετρα» ο μέσος φόρος του Έλληνα για τα εισοδήματα του 2017 ανέρχεται στα 1.342 ευρώ. Αν μάλιστα ληφθούν υπόψη τα πρόσφατα στοιχεία της ΑΑΔΕ, αναφορικά με την εκκαθάριση των φορολογικών δηλώσεων για τα εισοδήματα του 2017, από τα οποία προκύπτει σε ατομικό επίπεδο πως 4 στους 10 φορολογουμένους έχουν χρεωστικό εκκαθαριστικό σημείωμα και μόλις το 12,5% αυτών πιστωτικό (επιστροφή φόρου), τότε οι φόροι υπολογίζονται με λάθος «παράμετρο» και έχουν ως αποτέλεσμα με βάση τα στατιστικά του 2017 οι 3 στους 10 πολίτες να μην κατόρθωσαν να καταβάλουν ακόμα και τη α’ δόση των συνολικά 1,2 -δις ευρώ. Η Ελλάδα κατατάσσεται και φέτος στους πρωταθλητές υπερφορολόγησης των επιχειρήσεων και πρώτη, μετά τη Μάλτα, χώρα στην Ευρωζώνη σε αναλογία εσόδων κεντρικής Κυβέρνησης προς το ΑΕΠ με 35,3% έναντι 20,4% στην Ευρωζώνη. Παραταύτα, η βαριά και μη ανταγωνιστική φορολογία, εξαιτίας των υψηλών συντελεστών που επιβάλει, δεν της εξασφαλίζουν περισσότερα έσοδα από τις άλλες χώρες ή ακόμα και από τον μέσο όρο των ευρωπαϊκών χωρών, που διατηρούν χαμηλότερους συντελεστές. Είναι γνωστό, πως πολλές χώρες εξακολουθούν να επιδιώκουν την τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας και την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων, διατηρώντας ή μειώνοντας τους φορολογικούς συντελεστές των επιχειρήσεων. Αντίθετα στην Ελλάδα ο συντελεστής φορολόγησης των επιχειρήσεων εν μέσω κρίσης αυξήθηκε και παραμένει σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα. Συγκεκριμένα και με περίοδο αναφοράς το 2018 με τον συντελεστή στο 29%, έχει μετά τη Μάλτα (35,0%), τη Γαλλία (33,3%) και τη Γερμανία (30,0%) τον υψηλότερο συντελεστή στην Ευρώπη, μαζί με το Βέλγιο, αδυνατώντας ως εκ τούτου να ανταγωνισθεί γειτονικές χώρες με συντελεστές φορολόγησης των επιχειρήσεων να κυμαίνονται μεταξύ 10 και 16%. Παρά τις χιλιάδες μεταρρυθμίσεις και τις αλλαγές των τελευταίων ετών, μέχρι το 2020 δεν προβλέπεται καμία μεταβολή των βασικών φορολογικών συντελεστών (εταιρική φορολογία, φορολογία εισοδήματος και ΦΠΑ). Αντίθετα, ενδέχεται να υπάρξει αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης σε τομείς όπως, η φορολόγηση των κεφαλαιουχικών κερδών, εκτός εάν εφαρμοστούν τα ορισμένα από τα αντίμετρα του 2019, η παρακράτηση φόρων και η φορολόγηση των ψηφιακών δραστηριοτήτων. Μέχρι τότε όμως οι υψηλές φορολογικές υποχρεώσεις θα «στραγγαλίζουν» την ανάπτυξη της οικονομίας και θα «στραγγίζουν» την περιορισμένη ρευστότητα της ελληνικής αγοράς. Ως εκ τούτου, η ΕΣΕΕ, ενόψει των εξαγγελιών της ΔΕΘ, δεν θεωρεί «παροχολογία» τη μείωση της άμεσης και έμμεσης φορολογίας πολιτών και επιχειρήσεων καθώς και του εξορθολογισμού της «ασφαλιστικής φορολογίας» των ελεύθερων επαγγελματιών, αλλά άμεσες και απαραίτητες ενέργειες. Η ΕΣΕΕ πιστεύει ότι ο βαθμός και η μέθοδος της φορολογίας των συνεπών φορολογουμένων, αλλά και γενικότερα η εισπραξιμότητα των βεβαιωμένων φόρων τη περίοδο των μνημονίων, απαιτεί μία μεταμνημονιακή φορολογική προσέγγιση και προτείνει τα παρακάτω:
- Άμεση εφαρμογή του «Ειδικού επιχειρηματικού Λογαριασμού»,
- Θέσπιση αφορολόγητου ορίου και για τους ελεύθερους επαγγελματίες και διασύνδεσή του με την πραγματοποίηση αγορών μέσω πλαστικού χρήματος/ηλεκτρονικές αποδείξεις.
- Όσον αφορά στη φορολογία επιχειρήσεων (ΦΕΝΠ) προκρίνεται η εφαρμογή ενός κοινού φορολογικού συντελεστή 20% επί των κερδών (flat tax), ανεξαρτήτως της νομικής μορφής των επιχειρήσεων (ατομικές, προσωπικές, κεφαλαιουχικές),
- Δυνατότητα δημιουργίας «αφορολόγητου αποθεματικού» σε συνεπείς ασφαλιστικά και ενήμερες φορολογικά επιχειρήσεις.
- Ενεργοποίηση των φορολογικών «αντίμετρων» μείωσης του συντελεστή φορολογίας των επιχειρήσεων από 29% σε 26%.
- Επαναφορά της ισχύς των συντελεστών του φορολογικού έτους 2014, αναφορικά με την προκαταβολή φόρου εισοδήματος επόμενου έτους.
- Εξορθολογισμός του τρόπου υπολογισμού του τέλους επιτηδεύματος.
- Υποχρεωτική σταδιακή καθιέρωση της ηλεκτρονικής τιμολόγησης (e – invoicing).
- Ελαστικοποίηση του αυστηροποιημένου, από 1/1/2018, πλαισίου ρύθμισης ληξιπρόθεσμων οφειλών και κυρίως των 100 δόσεων στην Εφορία,.
- Τη μείωση του λογαριασμού του ΕΝΦΙΑ και απαλλαγή από τον συμπληρωματικό φόρο των επιχειρήσεων και αυτοαπασχολουμένων για τα ιδιοχρησιμοποιούμενα επαγγελματικά ακίνητα.