Μενού Κλείσιμο

O τύπος και η ουσία για την επέκταση των χωρικών υδάτων μας στο Ιόνιο Πέλαγος – Του Χρ. Γκουγκουρέλα

Συνηθίζουμε να λέμε ότι όλες σχεδόν οι σοβαρές συζητήσεις περί ζωτικών και κρίσιμων θεμάτων είναι διπυλωνικές, καθώς αφορούν τόσο τον ‘‘τύπο’’, όσο και την ‘‘ουσία’’ των εξεταζόμενων σημείων. Έχω τη γνώμη ότι μια τέτοια συζήτηση είναι κι αυτή που κυριαρχεί στην πολιτική ζωή της Ελλάδας τις τελευταίες μέρες, αφότου ο Πρωθυπουργός από τo βήμα της Βουλής, κατά την κοινοβουλευτική διαδικασία της κύρωσης των διεθνών συμφωνιών περί της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών μας  με την Ιταλία και την Αίγυπτο, ανακοίνωσε την επέκταση των χωρικών μας υδάτων στο Ιόνιο Πέλαγος από τα 6 στα 12 ναυτικά μίλια (ν.μ.).

Καταρχάς, η προβληματική περί του ‘‘τύπου’’ στη συγκεκριμένη περίπτωση επικεντρώνεται σε δύο επιμέρους θεματικές: Πρώτον, στην τυπική νομιμότητα της επέκτασης των χωρικών υδάτων, στην οποία θα προβεί η Ελλάδα και δεύτερον στην εξ’ αυτής της επέκτασης εκκινούμενη νομιμοποιητική προσπάθεια διεθνούς κατοχύρωσης της. Με πιο απλά λόγια, ο ‘‘τύπος’’, εν προκειμένω, έχει να κάνει με τα κρίσιμα ερωτήματα σχετικά με το αν, ως χώρα, δικαιούμαστε (;) και αν μπορούμε (;), υπό τις δεδομένες αντικειμενικές συνθήκες, να προχωρήσουμε σε όσα εξήγγειλε προχθές ο Κ. Μητσοτάκης.

Επί το πρώτον, όσον αφορά την τυπική νομιμότητα της επιχειρηθησόμενης επέκτασης των χωρικών μας υδάτων, το τοπίο είναι ασφαλώς ξεκάθαρο. Η εν λόγω επέκταση είναι ένα κυριαρχικό μας δικαίωμα που η Διεθνής Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS) κατοχυρώνει (άρθρο 3) και, μετά την ενσωμάτωση της άνω Σύμβασης στην εσωτερική έννομη τάξη (με τον Ν.2321/1995),  το ελληνικό δίκαιο ανεπιφύλακτα προβλέπει.

Επί το δεύτερον, το χρονικό σημείο που η Ελλάδα επιλέγει να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στο Ιόνιο προσδίδει στην πρωτοβουλία της μια sui generis πραγματιστική διάσταση. Η εν λόγω πρόθεση επέκτασης εκδηλώνεται σε χρονικό σημείο ύστερο από την υπογραφή (στις 9-6-2020) της συμφωνίας μας με την Ιταλία για την οριοθέτηση των μεταξύ μας θαλασσίων ζωνών στο Ιόνιο, ήτοι σε κατοπινό χρονικό σημείο από την ήδη συμφωνηθείσα οριοθέτηση της μεταξύ μας υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ.

Επί τούτου, ο καθηγητής, δικαστής και πρώην ΥΠΕΞ, Χρ. Ροζάκης, έχει ήδη τονίσει (Καθημερινή, 24-2-2020, ‘‘Είναι η Χάγη μια διέξοδος ή μια ουτοπία;’’): ‘‘Ο προσδιορισμός του εύρους της αιγιαλίτιδας ζώνης (δηλ. των χωρικών υδάτων) είναι κρίσιμος για την οριοθέτηση. Και σύμφωνα με τη νομολογία, το κράτος δεν έχει δικαίωμα επέκτασης (ενν. των χωρικών του υδάτων) μετά την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ.’’

Προφανώς, τα παραπάνω δεν είναι… αποκυήματα της φαντασίας του κ. Καθηγητή, ούτε προϊόν ‘‘επιστημονικής παραπληροφόρησης’’. Μάλιστα, αυτή η άποψη του κ. Ροζάκη είναι όντως δυνατόν να στηριχθεί σε νομολογιακά πορίσματα του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης (ΔΔΧ). Ειδικότερα, στην υπόθεση καθορισμού των θαλασσίων ζωνών στον Εύξεινο Πόντο μεταξύ Ουκρανίας και Ρουμανίας (2009), το ΔΔΧ δέχθηκε ότι εφόσον τα δύο κράτη είχαν ήδη συμφωνήσει για τα χωρικά τους ύδατα με διεθνή συμφωνία τους το 2003, η μετέπειτα διαφορά τους επί του συγκαθορισμού της μεταξύ τους υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ δεν μπορούσε να απενεργοποιήσει την αρχική συμφωνία τους για τα χωρικά ύδατα.

Σε άλλη δε υπόθεση, αυτή μεταξύ του Κατάρ και του Μπαχρέιν, το ΔΔΧ υπερθεμάτισε την άμεση σχέση του δικαίου της οριοθέτησης των χωρικών υδάτων από τη μια και της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ από την άλλη στο πλαίσιο της χάραξης ‘‘ενιαίου θαλάσσιου συνόρου’’ ανάμεσα στις δύο άνω χώρες και δη αποδίδοντας σ’ αυτό το ‘‘ενιαίο σύνορο’’ ευρύτερη έννοια, ήτοι αυτήν του συνεχόμενου ορίου, που οριοθετεί τις διάφορες, εν μέρει αλληλεπικαλυπτόμενες, ζώνες δικαιοδοσίας. Και σημείωσε, περαιτέρω, ότι ο κανόνας της «ίσης απόστασης/ειδικές συνθήκες» που εφαρμόζεται στην οριοθέτηση των χωρικών υδάτων και ο κανόνας των «αρχών ευθυδικίας/σχετικές περιστάσεις» που χρησιμοποιείται για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ είναι στενά συνδεδεμένοι (ίδετε Ν. Φαραντούρης, Τ. Κοσμίδης, Δίκαιο Υδρογονανθράκων, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 139 και ICJ, Qatar-Bahrain maritime Delimitation, 16-3-2001, thought 231).

Δεν είναι καθόλου αβάσιμο, συνεπώς, να υποστηριχθεί ότι όλα τα παραπάνω ενδέχεται να καταστούν ‘‘προβληματογόνα’’ για το εγχείρημα της επέκτασης των χωρικών μας υδάτων στο Ιόνιο. Ωστόσο, αυτή η καίρια παρατήρηση συνδέεται άμεσα με τις προθέσεις των Ιταλών. Το καθησυχαστικό, λοιπόν, είναι ότι δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα ως πολιτική επιλογή των γειτόνων μας να προσφύγουν σε βάρος μας στη Χάγη για το ζήτημα της επέκτασης των χωρικών μας υδάτων, με δεδομένο βέβαια ότι αυτή η επέκταση θα γίνει μετά την μεταξύ μας οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ στο Ιόνιο.

Και τούτο για δύο λόγους: Πρώτον, διότι στην ίδια την μεταξύ μας συμφωνία προβλέπεται το δικαίωμα επέκτασης των χωρικών υδάτων ενός συμβαλλόμενου μέρους, κατόπιν ενημέρωσης της αντισυμβαλλόμενης χώρας, γεγονός που συνεπάγεται ότι οι Ιταλοί αποδέχθηκαν infra legem την αξιοποίηση μιας τέτοιας δυνατότητας από την Ελλάδα. Δεύτερον, διότι στο πλαίσιο της μεταξύ μας συμφωνίας υπογράψαμε Κοινή Γνωστοποίηση προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Κομισιόν) με την οποία από κοινού ζητούμε τη μελλοντική τροποποίηση του Κανονισμού περί κοινής αλιευτικής πολιτικής (Κανονισμός ΕΕ 1380/2013). Ο Κανονισμός αυτός περιορίζει την πρόσβαση σε (αλιευτικούς) πόρους εντός των ζωνών των 12 ν.μ. των κρατών-μελών από έτερα κράτη-μέλη και αν τροποποιηθεί, οι Ιταλοί αλιείς, ακόμη και όταν θα επεκταθούμε στα 12 ν.μ, δεν θα έχουν κανένα πρόβλημα να αλιεύουν σε θαλάσσιες περιοχές μέχρι τα 6 ν.μ. από τις ακτές μας στο Ιόνιο, όπως παγίως κάνουν μέχρι σήμερα.

Προσωπικά, λοιπόν, δεν ανησυχώ για τα περί του ‘‘τύπου’’ της ελληνικής πρωτοβουλίας (δηλ. της επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ.). Πιο πολύ απορία έχω για το τι θα συμβαίνει από τη στιγμή που γίνει η ανακήρυξη της επέκτασης από την ελληνική πλευρά μέχρι να τροποποιηθεί ο άνω αλιευτικός Κανονισμός της ΕΕ ή στην περίπτωση που αυτός τελικά δεν αναθεωρηθεί: Θα συνεχίσουν, και μετά την άνω ανακήρυξη της επέκτασης των χωρικών μας υδάτων στα 12 ν.μ., να αλιεύουν οι Ιταλοί μέχρι τα 6 ν.μ. από τις ακτές μας παρά ταύτα, ωσάν να μην συνέβη τίποτε, ή θα ζητούν, επί θαλάσσιας ζώνης που η Ελλάδα θα ασκεί κυριαρχία (sovereignty) την άδεια από τις ελληνικές αρχές, όπως θα επιβάλλεται; Ίδωμεν…

Πέραν του ‘‘τύπου’’ όμως, αυτό που πιο πολύ μετρά είναι, ως γνωστόν, η ‘‘ουσία’’, η οποία ‘‘ουσία’’, εν προκειμένω, συνδέεται ομφαλικά με τη δικαιοπολιτική ratio και τη γεωπολιτική βαρύτητα του εγχειρήματος, που εξήγγειλε ο Πρωθυπουργός. Με μια πιο απλή εκφορά, η ‘‘ουσία’’ εδώ έχει να κάνει με τις απαντήσεις στα ερωτήματα περί του γιατί η Ελλάδα επιδιώκει την επέκταση των χωρικών της υδάτων στο Ιόνιο (;), τι συγκεκριμένες στοχεύσεις έχει (;) και ποιες θα είναι οι ευρύτερες συνέπειες αυτού του εγχειρήματός της (;). Έτσι, αναπόφευκτα, η συζήτηση πια εκ των πραγμάτων περιστρέφεται περί του γενικού ερωτήματος αν ενισχύεται, με την σκοπούμενη πρωτοβουλία της ελληνικής πλευράς, η επιχειρηματολογία των Τούρκων ότι η Ελλάδα μπορεί να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ν.μ. οπουδήποτε αλλού, όχι όμως στο Αιγαίο, όπου τα χωρικά της ύδατα είναι 6 ν.μ. και θα παραμείνουν εκεί τόσα λόγω των ειδικών συνθηκών που, όπως ισχυρίζεται η Τουρκία, ισχύουν, ούτως ή άλλως, στο Αιγαίο.

Ο Έλληνας Πρωθυπουργός, λοιπόν, ‘‘ξεθάβει’’ στην παρούσα, επιλεγμένη απ’ αυτόν, συγκυρία, μια υπαρκτή σε χρονικό βάθος, πλην όμως υποβόσκουσα, θεματική στην πλατφόρμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, δηλαδή αυτήν που σχετίζεται με το ερώτημα αν το Αιγαίο είναι τελικά μια ημίκλειστη (semi-enclosed sea) θάλασσα, επί της οποίας τα ‘‘ζητήματα τριβής’’ παρουσιάζουν ένα ιδιάζοντα νομικό, γεωγραφικό και ιστορικο-πολιτικό εξαιρετισμό.

Στην ουσία δε αυτής της ‘‘καυτής’’ συζήτησης, που μάλιστα ήταν διαχρονικά υποστατή και παλλόμενη όχι μόνο στα ‘‘conclavia clausa’’ της ελληνικής διπλωματίας, αλλά και στον ευρύ δημόσιο διάλογο περί των εθνικών θεμάτων, δύο είναι οι ιστορικά καταγεγραμμένες ‘‘προτεινόμενες γραμμές’’ για την ελληνική εξωτερική πολιτική: την πρώτη, ας μου επιτραπεί να την ονοματίσω ‘‘Γραμμή Ντ. Μπακογιάννη’’ και την δεύτερη ‘‘Γραμμή Ε. Βενιζέλου’’.

Η πρώην ΥΠΕΞ μας, λοιπόν, είναι σαφής υποστηρίκτρια της άμεσης επέκτασης των χωρικών μας υδάτων από τα 6 στα 12 ν.μ. και μάλιστα όχι μόνο στο Ιόνιο, αλλά οπουδήποτε αλλού αυτό θα ήταν εφικτό, χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο η εθνική ασφάλεια. Και πρεσβεύει ότι η επέκταση αυτή δεν αποτελεί κανένα μήνυμα και προς κανέναν ότι ‘‘έχουμε την παραμικρή δεύτερη σκέψη για τα δικαιώματα μας αλλού’’, ήτοι στο Αιγαίο και στην Ανατ. Μεσόγειο (ίδετε το video από την εκδήλωση του ‘‘Κύκλου Ιδεών’’ στο χρονικό σημείο 1 ώρα και 29 λεπτά https://ekyklos.gr/deftera-16-12-2019-oriothetisi-thalassion-zonon-sti-mesogeio-kai-ellinotourkikes-sxeseis.html). Αντιθέτως, η μέχρι τώρα ‘‘μη επέκταση’’ των χωρικών μας υδάτων, επιχειρηματολογεί η κ. Μπακογιάννη, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ‘‘ένδειξη αδυναμίας’’ και ‘‘φοβικών καταλοίπων’’ της Ελλάδας κατά την άσκηση της εξωτερικής της πολιτικής και την προάσπιση των εθνικών της συμφερόντων.

Παρεμπιπτόντως, για να είμαστε δίκαιοι, αυτή η πρώτη προσέγγιση δεν υπήρξε ανέκαθεν ‘‘στερεοτυπική’’ και ‘‘ακραιφνής’’ (επί παραδείγματι η ίδια η κ. Μπακογιάννη δήλωνε παλαιότερα: ‘‘Ταυτόχρονα, είναι αντίθετη (εννοεί την πρόθεση της τότε Κυβέρνησης Τσίπρα) με την πάγια άποψη της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής ότι αποσπασματικές επιμηκύνσεις της αιγιαλίτιδας ζώνης (δηλ. των χωρικών υδάτων) δίνουν περαιτέρω επιχειρήματα στην τουρκική πλευρά να μιλά για ιδιαιτερότητα του Αιγαίου’’ www.euro2day.gr, 28 Οκτωβρίου 2018). Είναι, ωστόσο, σήμερα μια συνεκτική και ευδιάκριτη ‘‘γραμμή’’, την οποία μάλιστα de facto επέλεξε ήδη ο Κ. Μητσοτάκης.

Η δεύτερη ‘‘γραμμή’’ αποκρυσταλλώνεται στα ακόλουθα λόγια του Ε. Βενιζέλου (την επικαλείται σταθερά ο πρώην ΥΠΕΞ μας, γι’ αυτό και την ονόμασα ‘‘γραμμή Βενιζέλου’’): ‘‘Η προαναγγελία (ενν. από την Κυβέρνηση Τσίπρα) της μερικής επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 ν.μ. εκτός του Αιγαίου και του κρίσιμου τμήματος της Ανατολικής Μεσογείου (ενν. στο Ιόνιο), δεν προσφέρει πρακτικά τίποτα, ενώ συνιστά – δυστυχώς και ανεξαρτήτως προθέσεων – αποδοχή και ενίσχυση του βασικού τουρκικού ισχυρισμού περί «ειδικών συνθηκών» και προσχώρηση στην τουρκική πρακτική του διαφοροποιημένου μήκους των χωρικών υδάτων. Τέτοια θέματα δεν προσφέρονται για μικροκομματικά ή ενδοκυβερνητικά παίγνια. Το εθνικό συμφέρον είναι πολύ απαιτητική υπόθεση’’ (https://www.athensvoice.gr/politics/486804_eyaggelos-venizelos-ohi-se-kiniseis-entyposiasmoy-kai-proheirotites-me-tin»).

Η αντιδιαστολή, για την οποία μιλά ο κ. Βενιζέλος, είναι τοιουτοτρόπως προφανής: Αν η Ελλάδα (θα) έχει χωρικά ύδατα 12 ν.μ. στο Ιόνιο Πέλαγος,  παραμένοντας πάντως στο Αιγαίο με χωρικά ύδατα στα 6 ν.μ., ελέω και του τουρκικού ‘‘casus belli’’, θα αυτοϋπονοεί και ad hoc θα αποδέχεται τη μειωμένη επήρεια στις θαλάσσιες ζώνες των νησιών της στο Αιγαίο, λόγω των ‘‘ειδικών συνθηκών’’ που ισχύουν στη συγκεκριμένη ‘‘ημίκλειστη θάλασσα’’. Γι’ αυτό και ο κ. Καθηγητής έγραφε (ίδετε Καθημερινή, 5-11-2018, Ε. Βενιζέλος, ‘‘Κύματι Θαλάσσης’’): ‘‘Όμως η αποδοχή της μερικής επήρειας των νησιών σε αιγιαλίτιδα ζώνη ενισχύει, όπως είπαμε, την τουρκική επιχειρηματολογία για μειωμένη επήρεια των νησιών σε άλλες θαλάσσιες ζώνες, όπως η υφαλοκρηπίδα και η ΑΟΖ. Αυτό έχει σημασία πρωτίστως για την Ανατ. Μεσόγειο, για το συγκρότημα της Μεγίστης (σημ. είναι το συγκρότημα του Καστελόριζου), ενδεχομένως όμως ακόμη και για την Κρήτη!’’.

Ο μέγας, επομένως, προβληματισμός εστιάζεται στο αν όντως δεν υπάρχει, όπως ισχυρίζονται οι Τούρκοι, δικαιϊκά αυτοματοποιημένος και νομικά πάγιος τρόπος απόδοσης της επήρειας των θαλασσίων ζωνών των νησιών, αλλά ‘‘σχετικοποίηση’’, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, της έκτασης  των θαλασσίων ζωνών τους (ακόμα δηλ. και των χωρικών τους υδάτων), ειδικά σε ‘‘ημίκλειστες’’ θάλασσες, όπου υφίστανται ‘‘ειδικές συνθήκες’’, δηλαδή συνθήκες τέτοιες που δεν επιτρέπουν την επίτευξη της στοχευόμενης και από το διεθνές δίκαιο ‘‘δίκαιης λύσης’’ (equitable solution) σε διακρατικές διαφορές επί θαλασσίων ζωνών. ‘‘Δίκαιης λύσης’’, που να είναι συνάδουσα με τα γεωγραφικά δεδομένα (έκταση των ακτών των παράκτιων χωρών, μη αποκοπή του εδαφικού κορμού ενός κράτους από τις θαλάσσιες ζώνες του – non encroachment), με τις ιδιάζουσες εκατέρωθεν ιστορικο-πολιτικές αναφορές, με τις αρχές της αναλογικότητας (principle of proportionality) και εγγύτητας (principle of proximity) και κυρίως με αυτήν της ευθυδικίας (principle of equity).

Επί του άνω βασικού, πολυπαραμετρικού προβληματισμού, η Ελλάδα σήμερα δηλώνει σθεναρά ότι επιλέγει την ‘‘πρώτη άνω γραμμή’’, μη ενστερνιζόμενη τους ‘‘ακανθώδεις περιορισμούς’’ της ‘‘δεύτερης γραμμής’’. Φρονώ, λοιπόν, ότι μετά απ’ αυτό, η δικαίωση της τελολογικής ratio και της γεωπολιτικής δυναμικής αυτής της πρωτοβουλίας για την επέκταση των χωρικών μας υδάτων στο Ιόνιο θα κριθεί κυρίως από την παράμετρο ‘‘Χρόνος’’. Αν, συνεπώς, η συγκεκριμένη πρωτοβουλία καταγραφεί ιστορικά ως μια μεμονωμένη κίνηση της Ελλάδας, αποκομμένη από τα στρατηγικά συμφραζόμενα της πολιτικής της και μη εντασσόμενη σε έναν συνεκτικό και συμπαγή εθνικό ειρμό λογικής, μάλλον θα θεωρηθεί ως ένας ιστορικά ‘‘ελλιποβαρής’’ και πάντως αποσπασματικός ελιγμός της, πενιχρού γεωπολιτικού ενδιαφέροντος και κυρίως βεληνεκούς. Αν όμως, συν τω χρόνω, η κίνηση αυτή, στο πλαίσιο ενός εθνικού στρατηγικού σχεδίου και μιας συνολικής γεωπολιτικής προσέγγισης, αποτελέσει ‘‘προπομπό’’ αντίστοιχων κινήσεων και στις υπόλοιπες θαλάσσιες ζώνες που αφορούν τη χώρα μας, τότε ενδέχεται να αποτελέσει ένα ‘‘γεωπολιτικά διαπλαστικό’’ γεγονός για την ευρύτερη περιοχή, γεγονός που ενέχει όμως και ένα πολύ ισχυρό ‘‘συγκρουσιακό φορτίο’’.

Πάντως, με βάση το διεθνές δίκαιο, τα νόμιμα μέσα για τον καθορισμό των θαλασσίων ζωνών ανάμεσα σε παράκτια κράτη, όταν αυτές αλληλεπικαλύπτονται (τέτοια είναι βεβαίως και η περίπτωση Ελλάδας-Τουρκίας), είναι η διαπραγμάτευση ενόψει υπογραφής διμερούς συνθήκης, η συμφιλίωση, η διαιτησία και η υπαγωγή της διαφοράς / των διαφορών σε διεθνές δικαιοδοτικό όργανο. Επομένως, όλα τα παραπάνω, ούτως ή άλλως, τα… έχουμε μπροστά μας.

Ο Κ. Μητσοτάκης όμως, επιλέγοντας την ‘‘πρώτη άνω γραμμή’’, εξεδήλωσε από το βήμα της Βουλής το σκεπτικό του, αναφερόμενος στον Fernard Braudel. Λέγοντας ότι στις αρχές του 20ου αιώνα o Γάλλος Ιστορικός υποστήριζε ότι ‘‘η Γεωγραφία είναι ένας μοχλός που επιβραδύνει την Ιστορία’’, επεσήμανε ότι στις αρχές του 21ου αιώνα, η Ελλάδα, κυρώνοντας τις δύο συμφωνίες της με την Ιταλία και την Αίγυπτο, αποδεικνύει ότι ‘‘είναι στο χέρι όλων μας να κάνουμε την κοινή μας θάλασσα έναν δημιουργικό επιταχυντή της Ιστορίας’’. Αν είναι έτσι, εγώ από την πλευρά μου, απλά του υπενθυμίζω ότι ο Θουκυδίδης, 2,5 χιλιάδες περίπου χρόνια πριν από σήμερα, έλεγε ότι τα κράτη ενεργούν με βάση το ‘‘φόβο’’, το ‘‘συμφέρον’’ και την ‘‘τιμή’’ τους. Στα πολύ πιο κρίσιμα, συνεπώς, που ήδη φαίνονται καθαρά στον ορίζοντα, επιβάλλεται να ενεργήσουμε με ιστορικό ένστικτο (‘‘φόβος’’) εθνικής επιβίωσης έναντι της όποιας εις βάρος μας απειλής, με συλλογικό οραματισμό για τα δίκαια μας (‘‘συμφέρον’’) και με εθνική αξιοπρέπεια (‘‘τιμή’’).  

Χρήστος Γκουγκουρέλας, είναι δικηγόρος

LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW

LLM IN EUROPEAN LAW

Cer. LSE in Business, International

Relations and the political science

Εάν θέλετε να λαμβάνετε εγκαίρως τις ειδήσεις πατήστε εδώ

Οι ειδήσεις της Κατερίνης και της Πιερίας με ένα κλικ.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ