Μενού Κλείσιμο

«Το τελευταίο τσιγάρο»

Στο Θέατρο Πήγασος το έργο του Αντώνη Κάλφα

Δεν είναι τρεις μήνες που εκδόθηκε και παρουσιάστηκε το καλαίσθητο βιβλίο του Αντώνη Κάλφα με τον ασαφή τίτλο «Το τελευταίο τσιγάρο» και τον επεξηγηματικό υπότιτλο «Μονόλογος του τρυφερού λήσταρχου Ιωάννη Παπαδημητρίου εκ Δρυανίστης», ο οποίος ζήτησε να καπνίσει το έσχατο τσιγάρο από τα «δικά μας τα μακεδονικά» λίγο πριν τη δημόσια εκτέλεσή του το 1924, και από το περασμένο Σάββατο, 21-4, ο Χάρης Αμανατίδης, που προφανώς τον άγγιξε ιδιαίτερα, ανεβάζει τον μονόλογο στο θεατράκι του Πήγασου.

Σε μια προσεγμένη και επιμελημένη σε κάθε λεπτομέρειά της παράσταση αναδεικνύεται ο έξοχος μονόλογος που συνέθεσε ο Κάλφας για να μνημειώσει μια περιθωριακή μορφή της πιερικής ιστορίας αλλά κυρίως για να κάνει μια τοποφιλική καταγγελία μέσα από τον στοχαστικό κι ευαίσθητο, πάντα, λόγο του.

Στο βιβλίο, που επιμελήθηκε με σταθερή ποιότητα και μαεστρία ο Σπύρος Τσιλιγγιρίδης και εξέδωσαν οι φιλόξενες εκδόσεις Παρέμβαση, ο ληστής αρθρώνει έναν μη αναμενόμενο λόγο: περιγράφει μεν την εικόνα του δικού του κόσμου, με προεκτάσεις όμως στον πιερικό κόσμο μετά τον θάνατό του και μάλιστα με απρόσμενο λυρισμό. Όταν λοιπόν όλα έχουν πια κριθεί και τελεστεί, με την ωριμότητα που μπορεί να του δίνει η οριακή στιγμή την οποία παρουσιάζεται να προσεγγίζει και τελικά να την υπερβαίνει, έχοντας πλήρη εποπτεία της ζωής του και της πορείας της πόλης, αφηγείται τις συνθήκες της σύλληψής του, δικαιώνει τη δράση του ίδιου και των «ομοτέχνων» του, εξομολογείται τα εσώψυχά του με την τρυφερότητα που προεξαγγέλλει ο υπότιτλος, αλλά και με ύφος αιχμηρό και οικολογικά και κοινωνικά ευαίσθητο σταθμίζει και στηλιτεύει σαν καταπέλτης τη νοοτροπία και την αστική ηθική των σύγχρονών του και σύγχρονών μας με ένταση, και προπάντων μάς οικτίρει για την α-νόητη ζωή μας και τον θάνατο που μας αναμένει. Είναι ο Κάλφας, που μέσα από την περσόνα του ληστή και την ιδιωτική του περιπέτεια σχολιάζει- ακάματος μελετητής του τόπου μας εκτός από ποιητής- τη δημόσια περιπέτεια της Πιερίας, συνθέτοντας βιώματα και μνήμες που διατρέχουν την ιστορία της πόλης από την απελευθέρωσή της ως τις μέρες μας, αναλαμβάνοντας «να φέρει κοντά το μέλλον».

Όμως από σκηνής είναι ο Αμανατίδης που παίρνει τον λόγο του Κάλφα και τον απογειώνει. Μέσα από τον δικό του λόγο του ζωντανεύει στην παράσταση του «Πήγασου» ο θεατρικός μονόλογος και εικονοποιούνται αποτελεσματικά οι θεματικές που προσφέρει ο Κάλφας. Ο ίδιος ο Αμανατίδης υπογράφει τη σκηνοθεσία της παράστασης και κατορθώνει με την ευρηματική επιλογή του φαντάσματος στα λευκά- που όμως παραπέμπουν και στην αθωότητα- από έναν περιορισμένο, μικρό χώρο να μας απλώσει σε όλη την πιερική γη, την αστική Κατερίνη και την περιφέρειά της, εκμεταλλευόμενος τόσο τη δική του υποκριτική δεινότητα όσο και την ατμόσφαιρα που δημιουργούν οι προσεκτικοί φωτισμοί του Κώστα Παπαδόπουλου και κυρίως η μουσική επιμέλεια της Νατάσας Ιωαννίδου, που υπογραμμίζει ατμοσφαιρικά τον ποιητικό λόγο είτε ζωντανά με τους ήχους του μπεντίρ και του φλάουτου σε ανατολίτικους αυτοσχεδιασμούς και την αισθαντική φωνή της είτε με τα εικαζόμενα ακούσματα του ήρωα- ελληνικά, ανατολίτικα, βαλκανικά-  ως μουσικές γέφυρες. Ο Αμανατίδης, γνώστης της σκηνικής λεπτομέρειας, δημιουργεί μια παράσταση υψηλής αισθητικής, αφού με εύστοχη κινησιολογία αλλά  κυρίως με το ευέλικτο φωνητικό ηχόχρωμά του ως ηθοποιού ερμηνεύει με τρόπο που καθηλώνει. Δεν «προσποιείται» τον ληστή˙«γίνεται» ο ληστής, με ακρίβεια και αμεσότητα. Θυμάται, δακρύζει, πονάει, δονείται, σπαρταράει σύγκορμος, χορεύει, τραγουδάει, κραυγάζει και σιωπά με περισσή αλήθεια, δίνοντας ρεσιτάλ υποκριτικής. Ο ηθοποιός – σκηνοθέτης, με τη συμβολή του λιτού σκηνικού της Βέτας Χαϊλατζίδου στο οποίο κεντρικό ρόλο κατέχει μια ανέμη- κλωθώ, που επενεργεί συνδηλωτικά (παραπέμποντας και στον τροχό-χρόνο, στις πηγές της νεοελληνικής λογοτεχνίας και τον Ερωτόκριτο, αλλά ίσως και σε εικόνες του Κουροσάβα), επικεντρώθηκε στον σφριγηλό λόγο του Κάλφα, που άλλοτε ρέει ορμητικός, άλλοτε ακινητεί στοχαστικά, εκφέροντάς τον με την προσοχή και τον σεβασμό που του αξίζει. Ο μονόλογος είναι βέβαια ένα δύσκολο στοίχημα. Ο ηθοποιός αναμετράται σκληρά με τον εαυτό του, τον ποιητή και το κοινό, αλλά στην παράσταση αυτή ο Αμανατίδης, με τεχνική και αντοχές, κερδίζει το στοίχημα.

Η συνεργασία όλων των συντελεστών μάς χάρισε μια ιδιαίτερη θεατρική έξοδο, μια παράσταση που άφησε όσους την παρακολουθήσαμε στην πρεμιέρα της ενθουσιασμένους αλλά και προβληματισμένους για την αναγκαία ιστορική αυτογνωσία, την ατομική και τη συλλογική ευθύνη για την πορεία της πόλης μας.

Ξανθίππη Καραβίδα

Οι ειδήσεις της Κατερίνης και της Πιερίας με ένα κλικ.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ