Την Πρωτοχρονιά του 2002 οι σαμπάνιες άνοιγαν σε δώδεκα κράτη-μέλη της ΕΕ, που γιόρταζαν τη συμμετοχή τους στο κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα: Γερμανία, Γαλλία, Βέλγιο, Φινλανδία, Ιρλανδία, Ιταλία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Αυστρία, Πορτογαλία, Ισπανία, αλλά και η Ελλάδα ήταν οι πρώτες χώρες που καθιέρωσαν το ευρώ ως μέσο για τις καθημερινές πληρωμές.
Είχε προηγηθεί μία μεταβατική περίοδος, στην οποία το ευρώ λειτουργούσε απλώς ως λογιστικό νόμισμα. «Ήταν ένα μεγάλο βήμα για την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης, αλλά παράλληλα ήταν και ένα βήμα προς το άγνωστο. Τόσο οι αισιόδοξοι, όσο και οι απαισιόδοξοι έκαναν τις δικές τους προβλέψεις για το μέλλον του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος», γράφει η Deutsche Welle στην ανάλυσή της, εξετάζοντας από την σκοπιά της κατά πόσο επαληθεύτηκαν ορισμένες εκτιμήσεις.
1.«Το ευρώ θα γίνει νέο αποθεματικό νόμισμα». Ισχύει.
Το 1997 ο Φρεντ Μπέργκστεν, διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνούς Οικονομίας Πίτερσον (PIIE), είχε προβλέψει ότι το ευρώ θα γίνει «τουλάχιστον το δεύτερο ισχυρότερο νόμισμα στον κόσμο», ενώ σε κάθε περίπτωση θα βάλει τέλος στη μονοκρατορία του αμερικανικού δολαρίου. Όλες οι επίσημες έρευνες και οι οικονομικοί δείκτες υποδεικνύουν σήμερα ότι δεν υπάρχει άλλος σοβαρός ανταγωνιστής για το δολάριο και το ευρώ. Βεβαίως, ως αποθεματικό νόμισμα το δολάριο παραμένει στην κορυφή.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) για το δεύτερο εξάμηνο του 2021, το 59% των νομισματικών αποθεμάτων σε όλον τον κόσμο είναι σε δολάρια, ενώ το ευρώ ακολουθεί στη δεύτερη θέση με 20,5%. Όμως το προβάδισμα του δολαρίου συρρικνώνεται, αν εξετάσουμε τον συνολικό όγκο συναλλαγών. Πρόσφατα στοιχεία του διεθνούς συστήματος διατραπεζικών πληρωμών SWIFT δείχνουν ότι οι συναλλαγές σε δολάρια ανέρχονται σε ποσοστό 39,1% του συνόλου, ενώ εκείνες σε ευρώ κυμαίνονται στο 38,1%. Μάλιστα το 2020 το ευρώ είχε ξεπεράσει το δολάριο.
2.«Αργά ή γρήγορα η Μεγάλη Βρετανία θα προσχωρήσει στο ευρώ». Δεν ισχύει.
‘Ισως η πιο εσφαλμένη εκτίμηση που έχει ακουστεί ποτέ για το ευρώ. Ασφαλώς, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ´90 οι Βρετανοί αντιμετώπιζαν με ιδιαίτερη επιφύλαξη το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα, δεν έλειπαν ωστόσο και οι ένθερμοι υποστηρικτές. Ο τότε πρωθυπουργός Τόνι Μπλερ έλεγε ότι είναι προς το συμφέρον της ίδιας της Βρετανίας να προσχωρήσει στην ευρωζώνη.
Επιφανείς εκπρόσωποι του επιχειρηματικού κόσμου έβλεπαν το ευρώ ως ένα μελλοντικό παράλληλο νόμισμα, το οποίο αργά ή γρήγορα θα διεδεχόταν τη στερλίνα. Αρχικά γινόταν λόγος για δημοψήφισμα, ώστε οι ίδιοι οι Βρετανοί να αποφασίσουν αν θέλουν να προσχωρήσουν στην ευρωζώνη. Τελικά έγινε δημοψήφισμα με ερώτημα την παραμονή της Βρετανίας στην ίδια την ΕΕ. Η συνέχεια είναι γνωστή.
3.«Το ευρώ δεν θα είναι τόσο ισχυρό, όσο το γερμανικό μάρκο». Δεν ισχύει.
Οι Γερμανοί ήταν υπερήφανοι για το μάρκο τους. Ήταν ένα ισχυρό νόμισμα, που δεν έχανε την αξία του. Σε δημοσκόπηση που είχε γίνει στη Γερμανία λίγο πριν την καθιέρωση του ευρώ, μόλις το ένα τέταρτο των ερωτηθέντων εκτιμούσε ότι το ευρώ θα αποδειχθεί τόσο σταθερό, όσο το γερμανικό μάρκο. Σήμερα όμως το ευρώ αποδεικνύεται ακόμη πιο σκληρό νόμισμα.
Από το 2002 μέχρι σήμερα το ευρώ χάνει κάθε χρόνο μόλις το 1,6% της αξίας του, λόγω πληθωρισμού. Στο μάρκο το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 2,4%. Ασφαλώς χρειάζεται προσοχή όταν καταφεύγει κανείς σε μία τέτοια σύγκριση, δεδομένου ότι το διεθνές περιβάλλον ήταν διαφορετικό. Για παράδειγμα στα πρώτα χρόνια μετά την επανένωση της Γερμανίας ο πληθωρισμός ήταν ιδιαίτερα υψηλός, ενώ από το 2007 και μετά η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση, που εξελίχθηκε σε κρίση χρέους, προκάλεσε δραστική και ασυνήθιστη μείωση. Ωστόσο η τάση φαίνεται να αναστρέφεται και πάλι, λόγω των μέτρων κατά της πανδημίας.
4.«Για τις χώρες του Νότου δεν είναι εύκολο να απεμπολήσουν το εθνικό νόμισμα». Ισχύει.
Από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι σήμερα οι δείκτες ανάπτυξης στις χώρες της Νότιας Ευρώπης είναι χαμηλότεροι από τους αντίστοιχους στον Βορρά. Τα εθνικά τους νομίσματα αποδείχθηκαν λιγότερο σταθερά από το γερμανικό μάρκο. Για τις δώδεκα ευρωπαϊκές χώρες που καθιέρωσαν από κοινού το ευρώ, η οικονομία τους αναπτύχθηκε κατά 50% μετά το 2002, ποσοστό που θεωρείται ικανοποιητικό, αν και αντιστοιχεί μόλις στο ήμισυ της οικονομικής ανάπτυξης των ΗΠΑ.
Ωστόσο στις περισσότερες χώρες του Νότου οι δείκτες ανάπτυξης ήταν αισθητά χαμηλότεροι, ιδιαίτερα στην Πορτογαλία και την Ιταλία. Αυτό οφείλεται στην ευρω-κρίση που έπληξε τις χώρες αυτές προ δεκαετίας. Την ώρα της κρίσης η έλλειψη εθνικού νομίσματος είχε δραματικές συνέπειες για μία χώρα όπως η Ελλάδα ή η Ιταλία.
«Υπό διαφορετικές συνθήκες θα μπορούσαν να αμβλύνουν τις αρνητικές συνέπειες υποτιμώντας το εθνικό νόμισμα, όπως είχαν πράξει πολλές φορές στο παρελθόν. Όταν η δραχμή ή η λιρέτα υποχωρούσε απέναντι στο μάρκο, τότε τα ελληνικά ή τα ιταλικά προϊόντα γίνονταν πιο φθηνά, άρα πιο ελκυστικά εκτός συνόρων. Πιο οικονομικές γίνονταν και οι διακοπές για τους επισκέπτες από τον Βορρά. Το ευρώ έχει εξαλείψει αυτή τη δυνατότητα.»
5. «Η Γερμανία και άλλες χώρες του Βορρά θα πρέπει να πληρώνουν τα χρέη των οικονομικά ασθενέστερων». Ισχύει, αλλά με προϋποθέσεις.
Σε ένα συμπέρασμα ομονοούσαν οι οικονομολόγοι πριν από την καθιέρωση του ευρώ: για να λειτουργήσει η νομισματική ένωση, θα πρέπει όλα τα κράτη-μέλη να ακολουθούν παρεμφερή δημοσιονομική πολιτική και να τηρούν τα «κριτήρια σύγκλισης» ή «κριτήρια του Μάαστριχτ», τα οποία επιβάλλουν ανώτατο όριο, ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, για παράδειγμα για το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού (3%) και το δημόσιο χρέος (60%).
Οι ενδιαφερόμενοι να προσχωρήσουν στο ευρώ θα πρέπει να εκπληρώνουν τα κριτήρια. «Είκοσι χρόνια αργότερα είναι πλέον εμφανές ότι σχεδόν όλα τα κράτη-μέλη παραβιάζουν τα κριτήρια του Μάαστριχτ, αλλά είναι εξίσου σαφές ότι αυτό οφείλεται εν μέρει στο υψηλό κόστος για την καταπολέμηση της πανδημίας» γράφει η Deutsche Welle.
Το «σενάριο τρόμου» για τη Γερμανία και άλλες χώρες του Βορρά ήταν ότι κάποια μέρα οι οικονομικά ισχυροί θα κληθούν να πληρώσουν για τους οικονομικά ασθενέστερους. Όμως, ακόμη και στη διάρκεια της ευρω-κρίσης αποφεύχθηκε η σύναψη κοινού χρέους υπό τη μορφή ευρω-ομολόγων. Αντ’ αυτού οι χώρες της κρίσης έλαβαν δάνεια ή εγυήσεις για παροχή δανείων με μεγάλη διάρκεια αποπληρωμής. Μόνο σε περίπτωση που οι εγγυήσεις καταπέσουν, οι πιστωτές θα κληθούν να πληρώσουν. Αλλά μέχρι στιγμής δεν έχουν υποστεί καμία ζημία. Μάλλον το αντίθετο συνέβη: μέχρι το 2018 μόνο η Γερμανία έχει κερδίσει σε τόκους τρία δισεκατομμύρια ευρώ από δάνεια που παραχώρησε στην Ελλάδα.
“Όμως η πανδημία αλλάζει τα δεδομένα. Για πρώτη φορά τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης προχωρούν σε σύναψη κοινού χρέους, προκειμένου να χρηματοδοτήσουν το Ταμείο Ανάκαμψης. Οι υποστηρικτές του μέτρου επισημαίνουν ότι «ασυνήθιστοι καιροί απαιτούν ασυνήθιστα μέτρα». Οι επικριτές, αντιθέτως, κάνουν λόγο για το τέλος της «ιδίας ευθύνης» και στηλιτεύουν το πρώτο βήμα προς μία μελλοντική Ένωση Χρέους».
Οι ειδήσεις της Πιερίας με ένα κλικ.