«Ο κατώτατος μισθός είναι το καλύτερο εργαλείο για την προσαρμογή της αγοράς εργασίας σε καλές και κακές περιόδους της οικονομίας. Το Ε.Β.Ε.Π. χαιρετίζει τη νέα αύξηση του κατώτατου μισθού υπαλλήλων και του κατώτατου ημερομισθίου των εργατοτεχνιτών, καθώς μέσω των επιχειρήσεων, επιχειρείται να δοθεί νέα ώθηση στο διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων και ιδιαίτερα των χαμηλόμισθων», υποστηρίζει σε άρθρο του στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο πρόεδρος του ΕΒΕΠ Βασίλης Κορκίδης
Όπως αναφέρει ο κ. Κορκίδης, ο στόχος της νέας αύξησης είναι αφενός να οδηγήσει σε άλλη μια σημαντική τόνωση του κατώτατου μισθού, αντίστοιχης με αυτήν που έλαβαν οι συνταξιούχοι και αφετέρου να λάβει υπόψη τις ανάγκες ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων. Σε ένα επιχειρηματικό περιβάλλον που βελτιώνεται διαρκώς στη χώρα μας, οι ισορροπημένες αυξήσεις εργοδοσίας και μισθοδοσίας θα συνεχίσουν να προσφέρουν περισσότερες και καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας στη χώρα μας. Άλλωστε οι μικρομεσαίοι εργοδότες δεν αντιμετωπίσαμε ποτέ τις αυξήσεις μισθών φοβικά, αλλά πάντα ανταποδοτικά.
Επικαλούμενος Ευρωπαϊκές έρευνες, ο πρόεδρος του ΕΒΕΠ αναφέρει πως η Ελλάδα δεν είναι η ακριβότερη μεταξύ των 27 χωρών, ανεξάρτητα από τις σημαντικές αυξήσεις τιμών με τις οποίες βρίσκονται αντιμέτωποι οι εγχώριοι καταναλωτές. Αυτό όμως δεν αρκεί για να μπορούν οι Έλληνες μισθωτοί να αντεπεξέλθουν στην προσπάθειά να καλύψουν βασικές τους ανάγκες. Με μια απλή σύγκριση μπορεί κανείς να πει ότι σε άλλες χώρες οι καταναλωτές μπορεί να πληρώνουν περισσότερα χρήματα για να αγοράσουν τα ίδια ακριβώς προϊόντα και υπηρεσίες, ωστόσο δαπανούν σημαντικά χαμηλότερο μέρος του εισοδήματός τους. Η σύγκριση που το κάνει κατανοητό είναι ότι ανάμεσα στα κύματα των ανατιμήσεων εκείνο που πλήττει περισσότερο τα ελληνικά νοικοκυριά είναι η σχέση των τιμών με τους χαμηλούς μισθούς στην Ελλάδα.
Ο κ. Κορκίδης τονίζει πως τα διοικητικά συμβούλια των 59 τοπικών και 13 περιφερειακών Επιμελητηρίων θα πρέπει να σκεφτούν και να αποφασίσουν, εάν η ΚΕΕΕ ως κεντρικό τριτοβάθμιο επιμελητηριακό όργανο θα συνεχίσει να δεσμεύεται σ´ένα ουδέτερο ρόλο, ή εάν θα επιλέξει να έχει ένα συμβουλευτικό ρόλο στον εθνικό κοινωνικό διάλογο, όπως στην υπόλοιπη Ευρώπη, αφενός, στηρίζοντας τους κοινωνικούς εταίρους και αφετέρου διασφαλίζοντας ότι το αποτέλεσμά θα είναι σύμφωνο με τις δυνατότητες του συνόλου των εγχώριων επιχειρήσεων κάθε μεγέθους.
Κλείνοντας επισημαίνει πως σε μια εποχή προεκλογικής πλειοδοσίας και λαϊκισμού, απαιτείται εκ μέρους όλων των εργοδοτών και εργαζομένων να επιδείξουν συνέπεια, ώστε να μπορεί η παρούσα αύξηση του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου να πετύχει τα επιθυμητά αποτελέσματα για εργοδότες και εργαζομένους, που είναι περισσότερες και καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας στη χώρα μας.