Άρθρο γνώμης
Του Δημήτρη Μάρδα
Καθηγητή ΑΠΘ, Βουλευτή ΣΥΡΙΖΑ
Από το 1997 με το «Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης» άρχισε να μεθοδεύεται η ισχυροποίηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας εντός της ΕΕ. Πέραν αυτής όμως, προωθείται έκτοτε ένα σύνολο μέτρων πολιτικής που επιδιώκουν άλλους στόχους.
Τέτοιοι είναι, η επέκταση του συντονισμού των οικονομικών πολιτικών, η αντιμετώπιση των μακροοικονομικών ανισορροπιών, οι μηχανισμοί εποπτείας τους, ο νέος ρόλος της Επιτροπής κ.λπ. Όλη αυτή η δυναμική, που επεκτείνεται και πέραν της εποπτείας των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, παρεμβαίνει, εκτός των άλλων, με έμμεσο τρόπο σε θέματα που δεν είναι αρμοδιότητας της Ένωσης.
Το 2011 με ένα «πακέτο 6 μέτρων» (πέντε Κανονισμοί και μία Οδηγία) έγινε νέο βήμα για την πιο στενή παρακολούθηση-εποπτεία, με την επιβολή προστίμων και κυρώσεων εις βάρος των κρατών-μελών που εκτροχιάζονται δημοσιονομικά. Η έννοια της μακροοικονομικής ανισορροπίας ταυτίστηκε με ιδιαίτερη σαφήνεια, με την εκτροπή των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και του χρέους στα πέντε από τα έξι προαναφερθέντα νομοθετήματα.
Ο Κανονισμός 1176/2011 – το έκτο νομοθέτημα από το εν λόγω «πακέτο»- προτείνει ένα μηχανισμό επαγρύπνησης για τον έγκαιρο εντοπισμό των νεοεμφανιζόμενων μακροοικονομικών ανισορροπιών. Γι’ αυτό οικοδομούνται επίσης οικονομικοί και χρηματοοικονομικοί δείκτες, όπως και κατώφλια, με σκοπό τον εντοπισμό και την αντιμετώπισή τους.
Αν υφίστανται ανισορροπίες ή υπερβολικές ανισορροπίες, τότε προβλέπονται αρχικά συστάσεις με σκοπό την καθοδήγηση των «παραβατών» κρατών-μελών. Οι συστάσεις πρέπει να καλύπτουν κύριους τομείς της οικονομικής πολιτικής, όπου μπορεί να περιλαμβάνονται η δημοσιονομική και μισθολογική πολιτική, οι αγορές εργασίας, προϊόντων και υπηρεσιών.
«Ανισορροπίες» νοούνται, κατά το άρθρο 3 του Κανονισμού 1176/2011, οι μακροοικονομικές εξελίξεις που επηρεάζουν δυσμενώς την εύρυθμη λειτουργία της οικονομίας ενός κράτους μέλους ή της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης ή της Ένωσης συνολικά.
«Υπερβολικές ανισορροπίες» νοούνται, στο ίδιο άρθρο, οι σοβαρές ανισορροπίες, συμπεριλαμβανομένων των ανισορροπιών που θέτουν ή θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης.
Εδώ δεν υπάρχει σαφής διατύπωση η οποία να συνδέει τις όποιες ανισορροπίες μόνο με τα δημοσιονομικά ελλείμματα ή το χρέος. Αυτό αποφεύγεται σε όλο το κείμενο του Κανονισμού. Έτσι λοιπόν, η έννοια της ανισορροπίας δεν αποκλείει την ακόλουθη ερμηνεία:
Υφίστανται ανισορροπίες ακόμη και στις περιπτώσεις ισχυρών πλεονασμάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών λόγου χάρη ενός κράτους-μέλους. Πράγματι, αυτές επηρεάζουν την εύρυθμη λειτουργία της Οικονομικής Ένωσης, μέσω των δυσμενών αρνητικών τάσεων σε ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών άλλων κρατών-μελών, λόγω των υπερπλεονασμάτων κάποιων άλλων.
Ακόμη και αν η παραπάνω ερμηνεία δεν είναι απόλυτα αποδεκτή, εύλογα συμπεραίνεται ότι υπερμεγέθη εμπορικά πλεονάσματα, εξαιτίας της Ενιαίας Αγοράς, που προκαλούν ισχυρά ελλείμματα σε άλλους εταίρους, λειτουργούν εις βάρος της συνοχής και της εύρυθμης λειτουργίας τόσο των θιγόμενων κρατών όσο και της Ένωσης. Αυτό είναι ένα πρώτο αδιαμφισβήτητο δεδομένο.
Πλην του «πακέτου των 6 μέτρων», νέα προσπάθεια για εντονότερη εποπτεία και στενότερη οικονομική συνεργασία προβλέπεται από το «πακέτο των 2 μέτρων» του 2013, όπως και από τη «Συνθήκη για τη Σταθερότητα, το Συντονισμό και τη Διακυβέρνηση ή άλλως το Δημοσιονομικό Σύμφωνο»(FiscalCompact).
Το Σύμφωνο υπογράφηκε από τα 25 κράτη μέλη το 2012 ενώ επιδιώκεται η ενσωμάτωση των ουσιαστικών διατάξεων του Συμφώνου στο Δίκαιο της Ένωσης. Η όλη διαδικασία θα κλείσει με τη συζήτησή της στο Συμβούλιο και Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στα μέσα του 2019.
Ιδιαίτερα αυστηρό το εξεταζόμενο Σύμφωνο προβλέπει, εκτός των άλλων, ισοσκελισμένους κρατικούς προϋπολογισμούς (της γενικής κυβέρνησης) ή διαρθρωτικό έλλειμμα που δε θα υπερβαίνει το 1% του ΑΕΠ αν το χρέος του κράτους-μέλους είναι κάτω από το 60% του ΑΕΠ.
Από μόνα τους όλα τα ανωτέρω οδηγούν σε μια και μοναδική εξέλιξη: Τίθεται προοδευτικά σε εφαρμογή μια ιδιαίτερα ισχυρή δημοσιονομική πειθαρχία που συνοδεύεται με κυρώσεις-πρόστιμα, ενώ από την άλλη οι όποιες μακροοικονομικές ανισορροπίες που προκαλούνται από υπερπλεονάσματα αντιμετωπίζονται με σχετική επιείκεια.
Εδώ παρατηρείται μια στρέβλωση που πρέπει να διορθωθεί πριν ή μαζί με την ενσωμάτωση του Δημοσιονομικού Συμφώνου στο νομοθετικό πλαίσιο της Ένωσης.
Αναλυτικότερα, έχοντας υπόψη ότι τα εμπορικά υπερπλεονάσματα είναι το προϊόν της ανοιχτής αγοράς της ΕΕ, απ’ όπου αντλούν ιδιαίτερα πολλά οφέλη κάποια κράτη-μέλη ενώ άλλα συσσωρεύουν ζημίες, τότε μπορεί να προβλεφθεί μαζί με τις δεσμεύσεις του Δημοσιονομικού Συμφώνου το εξής:
Κράτη-μέλη που καταγράφουν πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών άνω του 4% του ΑΕΠ, θα μεταφέρουν το υπερπλεόνασμά τους στον προϋπολογισμό της ΕΕ. Τα ποσά αυτά θα χρησιμοποιούνται είτε για να καλύψουν ανάγκες της Ενιαίας Πολιτικής της Άμυνας, είτε για να βελτιώσουν τη ρευστότητα στην αγορά κρατών που επιδιώκουν τη σύγκλιση με τον προαναφερθέντα δημοσιονομικό στόχο κ.ά. (Βλ. Πίνακα). Με τον τρόπο αυτό μειώνεται μέρος των δυσμενών επιπτώσεων των προαναφερθεισών πολιτικών της αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας.
Από την άλλη θα είναι σκόπιμο να διορθωθεί και μια δεύτερη στρέβλωση, που συνδέεται με την ιδιότυπη δημοσιονομική πειθαρχία που έχει υιοθετήσει η Ένωση. Ειδικότερα, εφόσον το διπλό έλλειμμα (κρατικού προϋπολογισμού και ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών) επιδιώκεται να διορθωθεί μόνο με δημοσιονομικά μέτρα (με μείωση των δημοσίων δαπανών) και με μέτρα λιτότητας (με μείωση μισθών κ.λπ.),θεωρείται σκόπιμο να υιοθετηθεί το ακόλουθο:
Να προβλεφθεί ένας μηχανισμός δημιουργίας ρευστότητας υπέρ της αγοράς-επιχειρήσεων έτσι ώστε να αυξηθούν οι ιδιωτικές επενδύσεις και οι εξαγωγές, αφού με τις περιοριστικές πολιτικές μειώνονται δημόσιες δαπάνες και κατανάλωση. Μόνο έτσι θα ξεπεραστεί ο φαύλος κύκλος της ύφεσης που εισάγει η αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία της μορφής που έχει επιλεγεί.
Αν η Ένωση θέλει να τιμωρήσει μια κυβέρνηση γιατί εκτροχιάζει τον κρατικό της προϋπολογισμό, δε χρειάζεται απαραίτητα να τιμωρεί και την αγορά. Τιμωρία της αγοράς με έλλειψη ρευστότητας οδηγεί σε αργό θάνατο την οικονομία μέσω της αβεβαιότητας που εισάγεται. Οπότε, οι όποιες σκέψεις για το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο (ΕΝΤ) ή για οποιονδήποτε άλλο μηχανισμό με ισοδύναμο αποτέλεσμα σε ζητήματα δημιουργίας ρευστότητας οφείλουν να κινούνται σε κατεύθυνση πολύ διαφορετική εκείνης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ).