Οι εκλογές της 25ης Ιουνίου, δεδομένης της ‘‘προβλεψιμότητάς’’ τους, μάλλον θα προσομοίαζαν με διεκπεραίωση ‘‘τυπικής διαδικασίας’’ αν μια μη αναμενόμενη έκπληξη(;) δεν λάμβανε χώρα. Η είσοδος του νεοσχηματισθέντος κόμματος των ‘‘Σπαρτιατών’’ στη Βουλή και η κατάληψη 12 κοινοβουλευτικών εδρών από αυτό μετά την επίτευξη εκλογικού ποσοστού 4,63%, έδωσε αναμφίβολα ‘‘νέο χρώμα’’ στο πολιτικό σκηνικό της χώρας.
Ήδη, όμως, στην περιρρέουσα πολιτική ατμόσφαιρα κυκλοφορεί η ιδέα υποβολής ένστασης κατά των εκλεγμένων Βουλευτών του άνω κόμματος, η οποία επικαλούμενη την ‘‘τροπολογία Βορίδη’’ του περασμένου Απριλίου που δεν επιτρέπει την ανακήρυξη συνδυασμών με υποκρυπτόμενη ηγεσία από πρόσωπα που ανήκουν σε εγκληματική οργάνωση, είναι πιθανόν να οδηγήσει σε ‘‘έκπτωση’’ των εκλεγέντων του άνω κόμματος από το βουλευτικό τους αξίωμα. Πώς έχουν τα πράγματα, λοιπόν;
Σύμφωνα με το άρθρο 58 του Συντάγματος, o έλεγχος και η εκδίκαση των βουλευτικών εκλογών, κατά του κύρους των οποίων ασκούνται ενστάσεις που αναφέρονται είτε σε εκλογικές παραβάσεις σχετικές με την ενέργεια των εκλογών είτε σε έλλειψη των νόμιμων προσόντων των υποψηφίων Βουλευτών, ανατίθεται στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (ΑΕΔ) του άρθρου 100.
Στο Δικαστήριο αυτό, με βάση το άρ. 100 του Συντάγματος και της ειδικότερης (δευτερογενούς) νομοθεσίας (αρ. 6 Ν. 345/1976), υπάγονται, μεταξύ άλλων, τόσο η εκδίκαση των κατά το άρθρο 58 ενστάσεων, όσο και η κρίση για τα ασυμβίβαστα ή την έκπτωση βουλευτή, κατά τα άρθρα 55 παράγραφος 2 και 57 του Συντάγματος. Στην προκείμενη περίπτωση, είναι προφανές ότι αν υποβληθεί ένσταση δεν θα επιδιώκεται να πληγεί το κύρος των εκλογών αλλά, αντιθέτως, θα επιδιωχθεί από τον έχοντα έννομο συμφέρον ενιστάμενο να καταφαθεί από το ΑΕΔ, κατόπιν διεξαγωγής της σχετικής δίκης και της προσκόμισης και εκτίμησης του αποδεικτικού υλικού, η έλλειψη των νόμιμων προσόντων εκλογιμότητας όσων εκλέχθηκαν Βουλευτές με το εν λόγω κόμμα, έλλειψη που το νομικό και εννοιολογικό της περιεχόμενο προσδιορίζεται ειδικότερα και ρητά προβλέπεται στην ‘‘τροπολογία Βορίδη’’.
Η όποια ένσταση υποβάλλεται με τη μορφή αίτησης στο ΑΕΔ, το οποίο συγκροτείται από τους Προέδρους του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, από τέσσερις Συμβούλους της Επικρατείας και από τέσσερις Αρεοπαγίτες, που ορίζονται ως μέλη με κλήρωση κάθε δύο χρόνια. Στο δικαστήριο αυτό προεδρεύει ο αρχαιότερος από τους Προέδρους του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου.
Οι λόγοι ενστάσεως που περιλαμβάνονται στην αίτηση πρέπει να είναι ειδικοί και ορισμένοι (άρθρο 24 Ν. 345/1976), η δε αίτηση με την οποία προσβάλλεται το νομικό κύρος των προσόντων εκλογιμότητας των εκλεγέντων Βουλευτών ασκείται μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης αποφάσεως περί ανακηρύξεως βουλευτών ή αναπληρωματικών (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. α του άνω νόμου). Διάδικοι εκ του νόμου στην εκλογική δίκη είναι, εκτός από τους αιτούντες, οι Βουλευτές ή οι αναπληρωματικοί κατά του οποίων στρέφεται η ένσταση (άρθρο 27 εδ. α). Οι καθ’ ων η αίτηση διάδικοι δικαιούνται, δέκα τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση, να καταθέσουν στον γραμματέα του Ειδικού Δικαστηρίου τις αντενστάσεις τους, δυνάμενοι προς τούτο να επικαλεσθούν οποιοδήποτε πραγματικό γεγονός (άρθρο 28 παρ. 1 Ν. 345/1976). Από τις δε διατάξεις αυτές σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 58 και 100 παρ. 1 περ. α του Συντάγματος, 6 περ. α, 24, 29 και 32 του ν. 345/1976, καθώς και των άρθρων 125 και 126 του ΠΔ 26/2012 για την ‘‘εκλογή των Βουλευτών’’, προκύπτει ότι για να είναι έγκυρο το δικόγραφο της ενστάσεως με την οποία προσβάλλεται το κύρος των νομίμων προσόντων των εκλεγέντων Βουλευτών, πλην άλλων, θα πρέπει αυτό να στρέφεται κατά συγκεκριμένης αποφάσεως με την οποία ανακηρύσσονται οι Βουλευτές, καθώς και ονομαστικώς κατά αυτών που ανακηρύχθηκαν Βουλευτές ή αναπληρωματικοί Βουλευτές, οι οποίοι και καθίστανται εκ του νόμου διάδικοι στην εκλογική δίκη, και εν τέλει να ζητείται να ακυρωθεί η ανακήρυξή τους για κάποιο νόμιμο λόγο (Α.Ε.Δ. 1/2011, 14/2010, 10/2013).
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η αμφισβήτηση του κόμματος των ‘‘Σπαρτιατών’’ με απώτατη στόχευση την έκπτωση από το βουλευτικό αξίωμα ήδη εκλεγέντων Βουλευτών τους μπορεί να λάβει ‘‘θεσμοθετημένη μορφή’’, όπως αυτή ορίζεται στο Σύνταγμα και την εκλογική νομοθεσία.
Προσωπικά, ωστόσο, δεν στέκομαι (μόνο) στη νομοτεχνική και θεσμική πλευρά του παραπάνω γεγονότος αλλά προβληματίζομαι για το πολιτικό νόημα και ευρύτερα την πολιτική συνεπαγωγή του. Και εξηγούμαι:
Κατά τη συνταγματική θεωρία, ο λαός ανήκει στα λεγόμενα άμεσα όργανα του κράτους. Υπό την ευρεία έννοια (lato sensu) στον λαό ανήκουν όλοι όσοι έχουν την ελληνική ιθαγένεια και, περαιτέρω, υπό τη στενή έννοια (sticto sensu) όλοι όσοι, πέραν από την ελληνική ιθαγένεια, διαθέτουν και το ενεργητικό εκλογικό δικαίωμα, το δικαίωμα της ψήφου. Υπό τη δεύτερη έννοια, τη στενή έννοια, ο λαός συμπίπτει με το εκλογικό σώμα, το οποίο ως άμεσο συλλογικό όργανο του κράτους, συγκροτείται όπως ορίζει το Σύνταγμα και με βάση αυτό (άρ. 51§3 του Συντάγματος) στις αρμοδιότητές του είναι η ανάδειξη της Βουλής με άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία.
Το δικαίωμα του εκλέγειν, συνεπώς, ανάγεται, στη λογική του Συντάγματος, ως η γνήσια έκφραση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας, η οποία αποτελεί θεμελιακή, υπαρκτικής φύσεως προϋπόθεση της ίδιας της Δημοκρατίας (άρ. 1§2 του Συντάγματος). Με το δικαίωμα του εκλέγειν η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας μορφοποιείται ανάλογα με τις βουλές του εκλογικού σώματος και καταφάσκεται μέσα από τη συγκεκριμένη μορφή που βάσει του αντιπροσωπευτικού συστήματος του πολιτεύματός μας λαμβάνει η Βουλή. Μάλιστα, δεδομένου ότι οι εκλεγμένοι Βουλευτές αντιπροσωπεύουν το Έθνος (αρ. 51§2 του Συντάγματος), η εκδηλωθείσα σε εκλογές λαϊκή επιλογή επί συγκεκριμένων συνδυασμών και προσώπων (υποψηφίων) αποτελεί συνάμα και έκφραση της εθνικής κυριαρχίας.
Η ανάδειξη, επομένως, κομμάτων και συγκεκριμένων βουλευτών μέσα από τη διενέργεια της εκλογικής διαδικασίας είναι κομμάτι του συνταγματικά τυποποιημένου σκληρού πυρήνα της δημοκρατικής αρχής, οργανωτική βάση και εκφραστής της οποίας είναι η λαϊκή αντιπροσώπευση στο Κοινοβούλιο. Γι’ αυτό, άλλωστε, στο ίδιο το Σύνταγμα (άρθρο 52) δηλώνεται εμφατικά και καταγράφεται ότι η ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης, ως έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας, τελεί υπό την εγγύηση όλων των λειτουργών της Πολιτείας.
Εν προκειμένω, ασκώντας το δικαίωμα του εκλέγειν, 241.633 Έλληνες πολίτες ψήφισαν το συγκεκριμένο κόμμα και συγκεκριμένα πρόσωπα από τους υποψήφιους Βουλευτές του επειδή έτσι (καλώς ή κακώς) πρέσβευαν. Αυτό το γεγονός είναι άξιον βεβαίως πολιτικής προσέγγισης και κοινωνιολογικής επεξήγησης, είναι όμως, σε κάθε περίπτωση, αυθεντικό αποτύπωμα της βούλησης μιας αριθμομετρημένης ποσότητας του εκλογικού σώματος.
Το ζήτημα, κατά συνέπεια, στο ενδεχόμενο της υποβολής ένστασης ή ενστάσεων κατά των ‘‘Σπαρτιατών’’ στο ΑΕΔ, δεν θα είναι το εάν και το πώς μια μικτή ομάδα από την ανώτατη δικαστική ελίτ της χώρας (ίδετε αμέσως παραπάνω στο σημείο που κατέγραψα τη σύνθεση του ΑΕΔ) θα ‘‘εκθέσει’’ ή θα ‘‘αδειάσει’’ τους Αρεοπαγίτες του Α’ Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, οι οποίοι ενέκριναν τη συμμετοχή των ‘‘Σπαρτιατών’’ στις εκλογές και δεν έλεγξαν ορθώς τα (πιθανά) κωλύματα εκλογιμότητας των υποψηφίων Βουλευτών τους. Κατά την απονομή των δικαιοδοτικών κρίσεων, αυτό είναι πιθανολογικά και συμβαίνον στην πράξη αλλά και νομικά αποδεκτό (δηλ. δικαστές, σε ένα ύστερο επίπεδο δικανικής κρίσης να αναιρούν την απόφαση προηγούμενων δικαστών).
Το πραγματικό ζήτημα εδώ είναι μήπως η ‘‘μαχόμενη δημοκρατία’’ αποκτά φοβικά σύνδρομα. Και δη φοβικά σύνδρομα που (τούτη τη φορά) δεν έχουν να κάνουν απλά με τον a priori, για συγκεκριμένους λόγους, αποκλεισμό της συμμετοχής στις εκλογές πολιτικών σχημάτων αλλά φτάνουν μέχρι και την ‘‘μετεκλογική ακύρωση’’ της πολιτικής αντίληψης μερίδας της κοινωνίας και, συνεπαγόμενα, στη ‘‘νόσφιση’’ της εκπεφρασμένης εκλογικής βούλησης συγκεκριμένου τμήματος του λαού και στην ‘‘παρεμβατική’’ πολιτειακή αμφισβήτηση και δη μεθερμηνεία της λεγόμενης λαϊκής ‘‘volonté générale’’. Καθότι όλοι γνωρίζουμε και όλοι (οι δημοκράτες) πρέπει να συνομολογούμε ότι είναι απαραίτητη για την ίδια τη Δημοκρατία όχι μόνο η δυνατότητα ισότιμης συμμετοχής όλων των πολιτών στη διαδικασία λήψης των πολιτικών αποφάσεων αλλά και η ad integrum άσκηση της εξουσίας από τον λαό (ο οποίος στις εκλογές συγκροτείται σε εκλογικό σώμα).
Βρίσκομαι, λοιπόν, στη θέση, σε λιγότερο από δύο μήνες, να θυμίσω τι έγραφα στις 5-5-2023 στην προσωπική μου γενική τοποθέτηση επί της ‘‘ταμπακιέρας’’ ( ίδετε το άρθρο μου ‘‘Πώς προστατεύεται καλύτερα η Δημοκρατία;’’:
‘‘Η δημοκρατία είναι εκ της φύσεώς της πλουραλιστική και εκ του προορισμού της συμπεριληπτική. Θεματοφύλακάς της είναι οι πολλοί, το λαϊκό δημοκρατικό σώμα, και πυλωνικοί οδοδείκτες της, συνάμα δε και ασφαλιστικές της δικλείδες, οι ίδιοι οι θεσμοί της. Δεν φοβάται και σπανίως αποκλείει και πάντως (αποκλείει) όταν ο κίνδυνος για τα θεμέλιά της είναι υπαρκτός, παρών και άμεσος.
Γι’ αυτό και τους όποιους εχθρούς ή ‘‘εχθρούς’’ της, τους νικά αποτελεσματικά και κατά οριστικό (και όχι συγκυριακό) τρόπο όχι (κυρίως) με ‘‘δικαστικά φιρμάνια’’ αλλά με την ίδια τη δύναμή της, δηλαδή δια της εκλογικής απόρριψης από τη (συντριπτική) δημοκρατική λαϊκή πλειοψηφία ιδεολογημάτων και προσώπων που εκφράζουν αυταρχισμό και ολοκληρωτισμό’’.