Άρθρο γνώμης
Του Γιάννη Τσαπουρνιώτη
Η καθημερινότητα μας είναι βομβαρδισμένη από ειδήσεις και γεγονότα που ένας φυσιολογικός, ένας υγιής ανθρώπινος νους δεν μπορεί να πιστέψει ότι μπορούν να λαμβάνουν χώρα σε ένα πολιτισμένο περιβάλλον. Η ανθρώπινη παράνοια, που κυκλοφορεί ελεύθερη, μεγαλουργεί με την πιο απίστευτη και απίθανη μορφή εγκληματικότητας, σωματικής και πνευματικής διαστροφής σε μια κοινωνία που φαίνεται να έχει χάσει κι αυτή τα λογικά της.
Πολλές φορές νομίζουμε ότι γνωρίζουμε τα πάντα, τα κατέχουμε όλα, αλλά ουσιαστικά δεν ξέρουμε τίποτα. Η βάση πάνω στην οποία στηρίζουμε τη ζωή μας δεν έχει τα θεμέλια που θα μας βοηθήσουν να γνωρίσουμε πρώτα τον εαυτό μας και μετά τον υπόλοιπο κόσμο. Οι προτεραιότητες, οι στόχοι και οι επιδιώξεις μας στερούνται βασικά στοιχεία για να αποκτήσει η ζωή μας νόημα και ελπίδα.
Κάθε φορά που διαβάζω ένα βιβλίο διαπιστώνω πόσο φτωχός και κενός παραμένω σε γνώσεις, σε εμπειρίες και γεγονότα που κυκλοφορούν γύρω μου κι εγώ αγνοώ παντελώς. Αισθάνομαι ότι περιόρισα τα ενδιαφέροντα μου σε ανούσια πράγματα που μου στέρησαν αλήθειες με βαθιά νοήματα και μηνύματα αισιοδοξίας.
Πριν από λίγες ημέρες έπεσε στα χέρια μου το μυθιστόρημα του συγγραφέα Γιώργου Πολυράκη «Εκείνη η στιγμή» που εκδόθηκε το 1995 και αναφέρεται στο αεροπορικό δυστύχημα της 23ης Νοεμβρίου του 1976 στο Σαραντάπορο. Στο βιβλίο ο συγγραφέας εμπνέεται και περιγράφει την ζωή μιας γυναίκας που ήταν και η μοναδική διασωθείσα του τραγικού γεγονότος που συνέβη σε πολύ άσχημες κλιματολογικές συνθήκες με πυκνή ομίχλη, χιόνι και τσουχτερό κρύο.
Την 19η Απριλίου του 2017, στο ίδιο μέρος, στο ίδιο βουνό, κοντά στο Σαραντάπορο και πάλι, έχασαν τη ζωή τους τέσσερις άντρες της πολεμικής αεροπορίας καθώς το ελικόπτερο στο οποίο επέβαιναν κατέπεσε και συνετρίβη. Διασώθηκε μια γυναίκα, μέλος του πληρώματος κι αυτό δεν ήταν έμπνευση κάποιου συγγραφέα σε ένα μυθιστόρημα.
Πριν από λίγες ώρες διάβαζα το βιβλίο του Νίκου Αλιάγα «Γεννήθηκα Έλληνας…».
Ο συγγραφέας σε ένα κεφάλαιο του περιγράφει τον πατέρα του που ταξιδεύει τρία μερόνυχτα για να φτάσει ως μετανάστης στο Παρίσι. Γράφει χαρακτηριστικά: «Ο άνθρωπος που περπατάει χωρίς να ξέρει που πηγαίνει είναι ο πατέρας μου. Κουβαλάω κρυφά μέσα μου, με τρυφερότητα και περηφάνια, όλη την ξενιτιά του».
Με το που τελειώνω την παράγραφο ενημερώνομαι ταυτόχρονα για το θάνατο του Ανδρέα Αλιάγα, πατέρα του Νίκου.
«Όσα δεν κατάλαβα ζώντας ανάμεσα σε ανθρώπους, τα κατάλαβα διαβάζοντας βιβλία», γράφει η συγγραφέας Αμάντα Μιχαλοπούλου.
Ο Άγγλος δοκιμιογράφος Joseph Addison επισημαίνει: «Το διάβασμα είναι για το μυαλό, ότι η γυμναστική είναι για το σώμα», και ο Κικέρων τονίζει χαρακτηριστικά: «Αν έχεις έναν κήπο και μια βιβλιοθήκη, έχεις όλα όσα σου χρειάζονται».
Τα μικρά αποσπάσματα που ανέφερα παραπάνω είναι ελάχιστα μπροστά στο πλήθος των βιβλίων που έχουν γραφτεί (ιστορικά, θεολογικά, φιλοσοφικά, επιστημονικά κ.λ.π.). Πολλοί επικαλούμαστε τον περιορισμένο χρόνο και την έλλειψη κινήτρου και διάθεσης για να στρέψουμε την προσοχή μας σε ένα εγχειρίδιο, ασχέτως αν ταλαιπωρούμε τον νου μας, για ώρες, σε «άδεια» τηλεοπτικά σόου και ιντερνετικά «παραμύθια».
Δεν ξέρω πόσα βιβλία προλαβαίνει να διαβάσει ένας άνθρωπος μέχρι να αποχαιρετήσει αυτή τη ζωή. Το βέβαιο είναι πως ο κόσμος που ζούμε, η ζωή μας κι ότι κινείται γύρω της έχει και μια άλλη όψη.
Υπάρχουν τρόποι να επικοινωνήσουμε, να σκεφτούμε διαφορετικά, να ανταλλάξουμε απόψεις, να διευρύνουμε τις γνώσεις μας και να τις μεταδώσουμε στους άλλους.
Ένα λογοτεχνικό βιβλίο μπορεί να οικοδομήσει μέσα μας τη θέληση, την αισιοδοξία, την ελπίδα, την αγάπη, την ειρήνη και τις αρετές εκείνες που έχουν αποβληθεί από την μιαρή πραγματικότητα της σύγχρονης εποχής.
Όσο κι αν φαντάζει ρομαντικό δεν παύει να είναι αληθινό.