Η Ελλάδα είναι η χώρα που ακόμη και η σημειωτική τα βρίσκει σκούρα. Οι
έννοιες σημαίνον και σημαινόμενο … αναβιβάζονται σε άλλο επίπεδο. Η λέξη
– σημείο ανταποκρίνεται σε άλλη ιδέα – αντίληψη. Για παράδειγμα λέμε ότι
νομοθετεί η βουλή. Στην πραγματικότητα νομοθετεί η κυβέρνηση. Και κάποιες
φορές ούτε αυτή. Αντί να αποφασίζει ένα συλλογικό όργανο, τη νομοθετική
πρωτοβουλία έχει ο υπουργός και οι μανδαρίνοι του.
Ούτε, όμως, η ανωτέρω διαπίστωση ανταποκρίνεται, πλέον, στην
πραγματικότητα. Δε νομοθετεί ούτε η βουλή ούτε η κυβέρνηση ούτε ο
υπουργός και οι μανδαρίνοι του. Πλέον νομοθετούν τα μέσα ενημέρωσης, ο
κίτρινος τύπος και η κοινή γνώμη της κλειδαρότρυπας. Κάθε έγκλημα που
«προκαλεί την κοινή γνώμη» οδηγεί νομοτελειακά σε ανάληψη νομοθετικής
πρωτοβουλίας. Όχι όταν το προσβαλλόμενο έννομο αγαθό ημερεύσει και
προφανώς δίχως να προηγηθεί οποιοσδήποτε επιστημονικός διάλογος. Εν
θερμώ! Εντός 48 ωρών ανακοινώνονται νέες νομοθετικές πρωτοβουλίες για
να ικανοποιηθούν τα αλαλάζοντα πλήθη.
Και ποιος ελέγχει του νόμους; Ποιος καλείται να τους εφαρμόσει; Σε μια
δημοκρατική, ευρωπαϊκή χώρα, οι δικαστές. Στην μπανανία του βαλκανικού
νότου τα social media και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αυτοί θα κρίνουν εάν
ο δικαστής ορθώς ερμήνευσε ή εφάρμοσε το νόμο. Εάν έκανε λάθος. Και εάν
η απόφαση δεν μας αρέσει θα πρέπει άρδην να ανακληθεί υπό το φόβο
κάποιου δυσεξήγητου πειθαρχικού ελέγχου. Οι περιοριστικοί όροι
μετατρέπονται σε ένταλμα σύλληψης για αστεία αφορμή και όλοι μένουν
ικανοποιημένοι. Δικανικός ποπουλαρισμός στην πράξη.
Μα πρέπει να είναι οι δικαστές ανεξέλεγκτοι; Προφανώς και όχι. Όμως είναι
άλλο πράγμα να αξιολογούνται για τις αποφάσεις τους (που δυστυχώς δεν
αξιολογούνται) και άλλο να ελέγχονται πειθαρχικά (που στο τέλος δεν
ελέγχονται) επειδή η απόφασή τους δεν έγινε αρεστή σε κάποιον υπουργό ή
στην κοινή γνώμη. Δημιουργούμε μια κοινωνία που θα χαρακτηρίζεται όχι
μόνον από την απουσία θεσμικών αντίβαρων, αλλά από την πλήρη κατάλυση
των θεσμών.
Ελλάδα – Πολωνία, μια τζούρα δρόμος …