Κων/νος Σαλαβάτης
Πτυχιούχος Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας ΑΠΘ.
Κάτοχος Μεταπτυχιακού τίτλου στις Αγγλικές και Αμερικανικές Σπουδές.
Το μεγάλο ερώτημα που βασανίζει συνέχεια την σκέψη ενός κριτικού είναι αυτό του γούστου. Όταν προτείνεις μια ταινία, ένα βιβλίο, ένα μουσικό άλμπουμ, η πένα σου γίνεται άθελα σου ιδεολογικός πομπός. Οι κριτικοί του Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών και της Βενετίας, εκείνοι της στήλης του πολιτισμού του Guardian και των New York Times, οι reviewers της μουσικής του Pitchfork και του Rolling Stone και ο καθένας που γράφει ένα άρθρο γνώμης πάνω σε ένα κομμάτι τέχνης σε ένα μέσο που θα του δώσει την ευκαιρία να διαβαστεί από κόσμο, έχουν ένα κοινό και αυτό είναι πως έχουν «πολιτιστικό κεφάλαιο», όπως θα έλεγε ο Γάλλος κοινωνιολόγος και φιλόσοφος Pierre Bourdieu.
Το 1979 ο Bourdieu έγραψε μια τρομερά οξυδερκή κοινωνιολογική μελέτη βασισμένη σε εμπειρική έρευνα που διεξήγαγε από το 1963 μέχρι το 1968. Την ονόμασε «Διάκριση: Κοινωνική Κριτική της Καλαισθητικής Κρίσης». Ξεκάθαρα επηρεασμένος από την θεωρία της πολιτισμικής ηγεμονίας του Antonio Gramsci, ο Bourdieu προσπάθησε να εξηγήσει μέσα από τα στοιχεία της έρευνας του πως το γούστο, αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνικής αναγκαιότητας, λειτουργεί ως «εργαλείο εξουσίας» από άτομα με μεγάλο πολιτιστικό κεφάλαιο, είτε το θέλουν είτε όχι.
Στην Διάκριση ο Bourdieu τονίζει πως τα άτομα με μεγάλο πολιτιστικό κεφάλαιο—το όρισε ως μη-οικονομικά κοινωνικά πλεονεκτήματα, όπως πχ. η ανώτερη εκπαίδευση, τα οποία προάγουν την κοινωνική κινητικότητα ανεξάρτητα από οικονομική κατάσταση— είναι αυτά που εν τέλει καθορίζουν την αισθητική και το γούστο της κοινωνίας. Αυτοί με μικρότερο πολιτιστικό κεφάλαιο (συνήθως άτομα της εργατικής τάξης στα 60s όταν και έγινε η έρευνα αλλά και άτομα της μεσαίας τάξης πλέον) αποδέχονται αυτό το γούστο με αποτέλεσμα να γεννιέται η ελιτίστικη διάκριση ανάμεσα σε υψηλή και χαμηλή κουλτούρα. Το να αποκτήσει κάποιος μεγαλύτερο πολιτιστικό κεφάλαιο έτσι ώστε να έχει και αυτός μια φωνή στον καθορισμό του καλαίσθητου είναι όσο δύσκολο είναι το να ανέβει κοινωνική τάξη, κυρίως επειδή δεν έχει την ικανότητα ή το λέγειν να περιγράψει ή να καταλάβει ένα έργο τέχνης.
Η αποδοχή των κυρίαρχων μορφών γούστου είναι με λίγα λόγια για τον Bourdieu μια μορφή «συμβολικής βίας». Ακούγεται βαρύ, αλλά πρακτικά είναι πολύ τρομακτικό. Η εδραίωση της διάκρισης του γούστου δεν επιτρέπει στις «κατώτερες» κοινωνικές τάξεις να ορίσουν τον δικό τους κόσμο. Η συμβολική βία είναι τόσο ισχυρή που ακόμα και όταν οι υφιστάμενες κοινωνικές τάξεις αποκτήσουν μία συγκεκριμένη αισθητική έκφραση που ξεχωρίζει το τι είναι καλαίσθητο και τι όχι στα δικά τους μάτια, οι ιδέες τους αντιμετωπίζονται πάντα ως ήσσονος σημασίας, πάντοτε υποχρεωμένες να ορίσουν τον εαυτό τους σε σχέση/αντίθεση με την αισθητική της επικρατούσας τάξης.
Το ταξικό γούστο της ανώτερης κοινωνικής τάξης, επομένως, «διδάσκεται» και εσωτερικεύεται με τον ίδιο τρόπο που επιβάλλεται η εξουσία, όπως εξήγησα σε προηγούμενο άρθρο (βλ. Φουκώ και Ντελέζ: Εξουσία και έλεγχος). Η αισθητική κρίση και οι παράγοντες που ορίζουν κάτι ως καλαίσθητο ή όχι είναι ένα παράδειγμα πολιτισμικής ηγεμονίας, εφόσον υπηρετούν τις επιλογές και το βιοτικό ύφος των «πολιτισμικά πλούσιων», θυσιάζοντας, ή μάλλον καταπνίγοντας (με κοινωνικό αποκλεισμό συνήθως) την αισθητική που μπορεί να εκφράζει κάποιον από τις υφιστάμενες τάξεις. Υπάρχουν πολλά που μπορούν να ειπωθούν για την geek κουλτούρα, τη ραπ μουσική και τη βιομηχανία των βιντεοπαιχνιδιών, οι οποίες μέχρι πρότινος δε θεωρούνταν σοβαρές εκφράσεις τέχνης από τους μεγαλύτερους κριτικούς στον κόσμο.
Διαβάζοντας ένα κομμάτι της Διάκρισης κατά τη διάρκεια του μεταπτυχιακού μου, συνειδητοποίησα πως δεν θέλω να έχω καμιά σχέση με τέτοιου είδους σχέσεις κυριαρχίας. Η θέση που θέλω να έχω στον πολιτισμικό διάλογο είναι αυτή ενός συνθέτη και όχι ενός ιδεολογικού φύλακα. Θέλω με τη φωνή μου να γεφυρώνω το χάσμα ανάμεσα στην υψηλή και την λαϊκή κουλτούρα, βάζοντας φωτιά στους ίδιους τους αποκλειστικούς αυτούς ορισμούς και σπάζοντας με βαριά τα «πριβέ» πολιτισμικά τραπέζια απαιτώντας ελεύθερη πρόσβαση σε όλες τις εκφράσεις και απόψεις. Δεν θέλω η πένα μου να παγιδεύει δογματικά και ιδεολογικά κανέναν στην άποψη μου και αυτός είναι ένας από τους λόγους που δεν βάζω βαθμολογίες στα reviews. Κάνω συνειδητή προσπάθεια να δώσω στον αναγνώστη να καταλάβει πως αυτά που γράφω είναι μια άποψη που δεν «ταΐζει» την πολιτισμική ταξική πάλη. Το γούστο μου είναι ένα κράμα ιδεών, χρωμάτων, συναισθημάτων από όλα τα μήκη και τα πλάτη της κοινωνίας που δεν φέρουν κανένα ιδεολογικό Δούρειο Ίππο.
Με την ίδια ευκολία που θα ακούσω την 40η συμφωνία του Μότσαρτ θα ακούσω και το Fear του Kendrick Lamar, εκτιμώντας τα για αυτό που εκφράζουν το καθένα. Όπως θα απολαύσω το Περιμένοντας τον Γκοντό θα απολαύσω και τις περιπέτειες του Λοχαγού Μαρκ. Αυτή η μεταμοντέρνα και επαναστατική απέχθεια στη διάκριση ανάμεσα σε υψηλή και λαϊκή κουλτούρα πρέπει να είναι κατά την άποψη μου η βάση του αντίστοιχου Όρκου του Ιπποκράτη για όσους έχουν την ανάγκη να εκφράζουν την άποψη τους σε πολύ κόσμο. Οι σχέσεις εξουσίας και οι δυαδικές αντιθέσεις με σειρά προτεραιότητας δεν έχουν καμία θέση στην τέχνη. Ας τα αφήσουμε στην πολιτική ρητορική.
Οι ειδήσεις της Κατερίνης και της Πιερίας με ένα κλικ.