Μενού Κλείσιμο

Τρεις Πινακίδες Έξω από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι: Το βάρος της ερμηνείας – Άρθρο του Κωνσταντίνου Σαλαβάτη

Κων/νος Σαλαβάτης

Πτυχιούχος Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας ΑΠΘ.

Κάτοχος Μεταπτυχιακού τίτλου στις Αγγλικές και Αμερικανικές Σπουδές.

Υπάρχει ένα συγκεκριμένο είδος ταινιών που μου κάνει πάντα εντύπωση και με βάζει να σκέφτομαι λίγο διαφορετικά όταν τις αναλύω. Μιλάω για αυτές που η πλοκή τους επισκιάζεται από τη δυναμική και τις ερμηνείες των πρωταγωνιστών τους. Οι ταινίες και οι τηλεοπτικές σειρές συνήθως ζουν και πεθαίνουν με την δύναμη της ιστορίας τους. Οι χαρακτήρες τους είναι εργαλεία που δουλεύουν για την πλοκή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το Game of Thrones, το οποίο έγινε πολιτισμικό φαινόμενο λόγω της δαιδαλώδους και ιδιαίτερης πλοκής του και σίγουρα όχι για τις ερμηνείες της Emilia Clarke και του Kit Harington. Οι ταινίες όμως που μένουν στην συλλογική μας συνείδηση με τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών τους είναι εντελώς άλλη κατηγορία. Δεν μπορώ να σκεφτώ πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα από το Three Billboards Outside Ebbing, Missouri (2017).

Οι Τρεις Πινακίδες έχουν μείνει στο μυαλό μου για δύο λόγους που ακούνε στα ονόματα Frances McDormand και Sam Rockwell. Οι δυο τους προσέφεραν δύο από τις πιο δυνατές ερμηνείες που έχουν δει οι κινηματογραφικές αίθουσες, η καθεμιά με το δικό της βάρος. Δεν είναι τυχαίο που στην απονομή των 90ών Βραβείων Όσκαρ όλοι γνώριζαν από πριν ποιοι θα φύγουν με το αγαλματίδιο στο χέρι για τις κατηγορίες του Α’ Γυναικείου και του Β’ Ανδρικού Ρόλου. Η ιστορία έγραψε όχι treble, αλλά quadruple (τετράδα), αφού και οι δύο κέρδισαν εκείνη τη χρονιά Όσκαρ, Χρυσή Σφαίρα, βραβείο BAFTA και βραβείο Σωματείου Αμερικανών Ηθοποιών (SAG). Στο τελευταίο μάλιστα δεν ψηφίζουν κριτικοί, αλλά οι ίδιοι οι ηθοποιοί, οπότε ήταν μια μεγάλη αναγνώριση της δουλειάς της McDormand και του Rockwell από τους συναδέλφους τους.

Η ταινία ξεκινάει βάζοντας μας στο δράμα με την πρώτη. Σε μια μικρή πόλη του Μιζούρι, το Έμπινγκ, η Mildred Hayes (McDormand) πενθεί τον χαμό της κόρης της Angela, η οποία ναρκώθηκε, βιάστηκε και εν τέλει δολοφονήθηκε πολλούς μήνες πριν. Αγανακτισμένη από την ανικανότητα των τοπικών αστυνομικών αρχών και την έλλειψη προόδου στην έρευνα για τον δολοφόνο της κόρης της, νοικιάζει τρεις πινακίδες σε έναν δρόμο έξω από την πόλη για να πιέσει τις καταστάσεις και να κρατήσει στην επιφάνεια την υπόθεση. Οι πινακίδες γράφουν «Βιάστηκε ενώ πέθαινε», «Ακόμα δεν υπάρχουν συλλήψεις;», και «Πως και έτσι, αστυνόμε Willoughby;».

Η Mildred έχει δει τη ζωή της να εκτροχιάζεται μετά τον θάνατο της κόρης της. Χώρισε (με τον άντρα της να προσπαθεί και αυτός να διαχειριστεί το γεγονός κυνηγώντας πλέον 19χρονα κοριτσάκια ως ένα συναισθηματικό υποκατάστατο), ζει μαζί με τον έφηβο γιο της και στο μυαλό της υπάρχει μόνο η ανάγκη για δικαιοσύνη. Η McDormand χειρίζεται τον χαρακτήρα με το βάρος που του αρμόζει, υιοθετώντας την “tough guy”, σκληρόπετση προσέγγιση. Δεν μιλάει πολύ, δεν φοβάται κανέναν και ορθώνει το ανάστημα της σε οτιδήποτε βρίσκεται απέναντι της, ακόμα και αν αυτό είναι όλοι οι συμπολίτες της. Βλέπουμε αυτό το σκληρό προσωπείο να σπάει σε ορισμένες σκηνές φανερώνοντας την θλίψη που κρύβει κάτω από το γεμάτο αυτοπεποίθηση παρουσιαστικό, όπως αυτή με τον αστυνόμο Willoughby και το αίμα (επίσης καλή ερμηνεία από τον Woody Harrelson σε έναν ρόλο που αν και φαινομενικά ήταν εκεί σαν εργαλείο πλοκής, αποκτά νέο νόημα αργότερα) και αυτή με το ελάφι. Δεν θα σταματήσει αν δεν βρεθεί ο δολοφόνος της κόρης της. Η ανάγκη για δικαιοσύνη όμως φέρνει και ιδέες εκδίκησης, σε κάνει να θες να πάρεις τον νόμο στα χέρια σου.

Ο Sam Rockwell ενσαρκώνει τον χαρακτήρα του Jason Dixon, ενός redneck (έτσι αποκαλούν τους συντηρητικούς κατοίκους των Νότιων Πολιτειών των ΗΠΑ που κουβαλούν συνήθως και απαρχαιωμένες ρατσιστικές και σεξιστικές αντιλήψεις) αστυνόμου στην υπηρεσία του Αρχηγού Willoughby. Μπορώ με πολύ ευκολία να πω πως ο Sam Rockwell μου άρεσε στον ρόλο περισσότερο και από την Frances McDormand. Η μεταμόρφωση του Dixon από έναν ρατσιστή, ομοφοβικό μπάτσο που ζει με τη μαμά του αν και 30άρης σε έναν υπηρέτη της δικαιοσύνης που θα κυνηγήσει τον δολοφόνο της Angela με κάθε τρόπο ήταν κάπως γρήγορη και βεβιασμένη, αλλά σίγουρα δεν γίνεται από το πουθενά. Δεν θα αποκαλύψω ποιος ήταν ο μεγάλος λόγος της αλλαγής του Dixon γιατί είναι μεγάλο spoiler. Θα πω απλά πως πήρε ένα μάθημα ζωής από τον άνθρωπο που αποτέλεσε την πατρική του φιγούρα όλη του τη ζωή (μιας και ο πατέρας του πέθανε όταν ήταν μικρός), ένα μάθημα ζωής που θα τον κάνει να αναθεωρήσει το μίσος που τον τρώει από μέσα.

Ξεχωρίζω δύο σκηνές του Rockwell στην ταινία, η μία εκ των οποίων είναι και ο καταλύτης για την νίκη του στα Όσκαρ. Η μία είναι η σκηνή του καυγά στο μπαρ κοντά στο τέλος της ταινίας και η πιο σημαντική για την οποία θέλω να πω δύο λόγια παραπάνω είναι η σκηνή με το παράθυρο και τον ξυλοδαρμό (δεν γράφω λεπτομέρειες για να μην χαλάσω την εμπειρία σε κανέναν). Η σκηνή εκείνη πρέπει να θεωρείται παράδειγμα σκηνοθεσίας και υποκριτικής ερμηνείας. Ο Dixon, εμφανώς επηρεασμένος από κάποια άσχημα νέα που πήρε πριν λίγο, ξεσπάει πηγαίνοντας απέναντι από το αστυνομικό κέντρο (με την κάμερα να κουνιέται συνεχώς δίνοντας έμφαση στην ταραγμένη κατάσταση του και ακολουθώντας τον από δεξιά και αργότερα από πίσω του), ανεβαίνοντας τις σκάλες μιας επιχείρησης αφού πρώτα σπάσει το γυαλί της πόρτας και παίρνοντας μέρος σε μια από τις πιο άγριες σκηνές της ταινίας. Εκεί η κάμερα κολλάει σχεδόν στην πλάτη του Dixon, κάνοντας μας μάρτυρες και συμμετέχοντες σε αυτή την βίαιη έξαρση. Ο Rockwell μπόρεσε σε μια σκηνή να βγάλει την αγανάκτηση που νιώθει μέσα του ο Dixon με τον μόνο τρόπο που ήξερε ο δεύτερος, τη χρήση βίας. Τα τρεκλίσματα του Dixon μαζί με την κάμερα και το μουσικό χαλί (Το His Master’s Voice από τους Monsters of Folk· καθόλου τυχαία η επιλογή) κάνουν αυτή τη σκηνή ένα σκηνοθετικό κρεσέντο γνήσιου ανθρώπινου πόνου και θλίψης.

Ίσως αδικώ την ταινία που δεν γράφω περισσότερα για την πλοκή και το ύφος της που είναι όντως ιδιαίτερα, αλλά οι δύο αυτές ερμηνείες για μένα είναι αρκετές για να την δει κάποιος. Δεν μπορώ να προσδιορίσω ακριβώς τι με κάνει να τη σκέφτομαι έτσι, αλλά αυτή η ταινία μου έκανε περισσότερο για έργο του Σαίξπηρ, παρά για μοντέρνα ιστορία. Ίσως είναι η καθολικότητα της απώλειας της Mildred μαζί με το κωμικοτραγικό ύφος της αλληλεπίδρασης των χαρακτήρων και το μεγάλο twist στην ιστορία. Όπως και να ‘χει, αφιερώστε ένα βραδάκι να την δείτε, αν δεν το έχετε κάνει ήδη.

Οι ειδήσεις της Κατερίνης και της Πιερίας με ένα κλικ.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ