Παρακολουθήσαμε χθες στο κατάμεστο θέατρο Δάσους την πρεμιέρα της
καλοκαιρινής περιοδείας του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, τον Πλούτο του
Αριστοφάνη, σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα. Το θέατρο άρχισε να γεμίζει από πολύ
νωρίς, δείχνοντας την ανάγκη αλλά και την ανυπομονησία του κοινού να βρεθεί στο
θέατρο για άλλο ένα καλοκαίρι, με την ελπίδα και την προσμονή να δει μια
καινούρια, σύγχρονη εκδοχή ενός κλασικού έργου. Εις μάτην.
Το σκηνικό θύμιζε εγκαταλελειμμένο σταθμό τρένου, που γύρω του υπήρχαν παντού
κάδοι σκουπιδιών με την ειδική σήμανση των τοξικών αποβλήτων- ευθεία αναφορά,
θα σκεφτόταν κανείς, στο δυστύχημα των Τεμπών. Έχει γίνει αρκετά της μόδας, οι
σύγχρονοι δημιουργοί, είτε πρόκειται για το θέατρο είτε για την τηλεόραση, να
επιλέγουν να βάζουν όλα τα επίκαιρα θέματα σε μια χοάνη, πιστεύοντας ότι αυτό από
μόνο του αρκεί. Το είδαμε και πέρσι να συμβαίνει με τους Σφήκες της Κιτσοπούλου,
το βλέπουμε και φέτος με τον Πλούτο. Μασημένη τροφή, σερβιρισμένη στον θεατή
εν είδει κηρύγματος, αυτή τη φορά με μια διάλεξη προς το τέλος της παράστασης που
κράτησε, ούτε λίγο- ούτε πολύ, κοντά στα είκοσι λεπτά, προκαλώντας την
αγανάκτηση των θεατών που ήδη είχαν αρχίσει να αποχωρούν.
Η παράσταση, διάρκειας περίπου δύο ωρών, ξεκίνησε με την είσοδο του γνωστού
(μάλλον) ράπερ Τελευταίος Καλεσμένος, ο οποίος έδωσε το στίγμα της παράστασης
με ρίμες που καταδείκνυαν την δυστυχία και την μιζέρια μέσα στην οποία μεγαλώνει
η νέα γενιά. Στη διάρκεια της παράστασης εμφανίστηκε ξανά, λέγοντας το ίδιο
τραγούδι, προς εμπέδωσιν του κοινού. Δεν ήταν όμως ο μόνος. Στην παράσταση
εμφανίστηκαν και οι Χατζηφραγκέτα και η Nalyssa Green, προσφέροντας στο κοινό
ένα μουσικό διάλειμμα και μάλλον τίποτα παραπάνω.
Σε αυτήν καθεαυτή την ουσία του έργου, η σύνδεση με την επικαιρότητα που
επιχειρήθηκε ήταν αρκετά πετυχημένη, καταδεικνύοντας τη μεγαλομανία και την
ξιπασιά των νεόπλουτων της εποχής, που προσπαθούν να καλύψουν το κενό και τη
ματαιοδοξία τους φορώντας πανάκριβα ρούχα, οδηγώντας πανάκριβα αυτοκίνητα και
ταξιδεύοντας μέχρι και το φεγγάρι. Κατέδειξε τη δίψα για υλικά αγαθά και την
παντελή έλλειψη ενσυναίσθησης, την αδιαφορία των νεόπλουτων για τη
συλλογικότητα και για προσφορά στο κοινωνικό σύνολο και στον τόπο κατοικίας
τους, τη λατρεία για τις εφήμερες απολαύσεις και πολυτέλειες που τους δίνουν αξία
στα μάτια των άλλων, την ανταγωνιστικότητα για το ποιος έχει πιο πολλά και πιο
ακριβά. Ναι, αλλά όλα αυτά τα ξέρουμε, τα βλέπουμε και τα παρατηρούμε όλοι γύρω
μας. Τι καινούριο είχε να μας προσφέρει η παράσταση, εκτός από το γίνει ο
καθρέφτης της πραγματικότητας που βιώνουμε; Και σαν να μην έφταναν αυτά, ο
σκηνοθέτης έβαλε την ιστορικό και καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών να
δώσει μια διάλεξη- ιστορική διαδρομή της ανθρωπότητας, των θρησκειών, των
συλλογικοτήτων, λίγο απ’ όλα, που δεν καταλάβαινες τον λόγο ύπαρξης μέσα σε μια
θεατρική παράσταση. Στο θέατρο επικράτησε παγωμάρα και αμηχανία τα πρώτα
λεπτά, που στη συνέχεια μετατράπηκε σε εκνευρισμό και δυσφορία, ώσπου κάποιοι
άρχισαν να αποχωρούν και μια κυρία φώναξε «Ναι, αλλά αυτό δεν είναι θέατρο»,
βρίσκοντας πολλούς υποστηρικτές που τη χειροκρότησαν.
Ο πρωταγωνιστής στο ρόλο του Χρεμύλου, Μάνος Βακούσης ήταν απολαυστικός,
ενώ και οι υπόλοιποι ηθοποιοί ανταποκρίθηκαν άψογα στις ανάγκες της παράστασης.
Τα σκηνικά του Μανόλη Παντελιδάκη ήταν αρκετά λειτουργικά, όπως και ο φωτισμός
της Στέλλας Κάλτσου, που σε κάποια σημεία της παράστασης έδωσε και πολύ
εντυπωσιακές εικόνες και τα κοστούμια της Ηλένιας Δουλαδίρη φανταχτερά όσο
πρόσταζε η σκηνοθεσία της παράστασης.
Εν κατακλείδι, τα έργα που μας άφησαν ως κληρονομιά οι αρχαίοι μας ποιητές,
αποτελούν για τους σύγχρονους δημιουργούς ευχή και κατάρα. Έχουν ασχοληθεί με
όλα τα μεγάλα ζητήματα της ανθρώπινης φύσης και έχουν διεισδύσει σε αυτά σε
τέτοιο βαθμό, που μοιάζουν να είναι πάντα τόσο επίκαιρα. Οι σύγχρονες μεταφορές,
κατά την ταπεινή μου γνώμη, θα ήταν επιτυχημένες αν προσπαθούσαν να
διατηρήσουν το πνεύμα του αρχικού δημιουργού, ο οποίος σε καμιά περίπτωση δεν
σέρβιρε στο κοινό του μασημένη τροφή, αλλά έθιγε τα ζητήματα με έναν άλλο, πολύ
πιο πνευματώδη τρόπο. Διαφορετικά, ας ανεβαίνουν τα κείμενα ως έχουν. Είναι ήδη
άρτια.
Υ.Γ. Πώς θα καταφέρεις να προβληματίσεις, να εκπαιδεύσεις, να αλλάξεις το κοινό
που έρχεται στο θέατρο με πατατάκια, ποπ κορν και ποτά σε πλαστικά ποτήρια, με το
κινητό ανά χείρας για τα απαραίτητα στόριζ; Ένα κοινό που ουρλιάζει σε κάθε
εμφάνιση των τραγουδιστών σαν να βρίσκεται σε συναυλία; Ένα κοινό που
χειροκροτάει στη μέση της παράστασης σαν να βρίσκεται σε άλλους είδους σόου;
Ένα κοινό χωρίς καμιά θεατρική παιδεία; Πάντως όχι με μια παράσταση
Της Σάντυ Γρηγοριάδου
Καθηγήτρια Αγγλικών-Θεατρολόγος
Οι ειδήσεις της Πιερίας με ένα κλικ.