Μενού Κλείσιμο

Φωνή και Δράση: H Οφηλία Αντεπιτίθεται – Άρθρο του Κωνσταντίνου Σαλαβάτη

 Κων/νος Σαλαβάτης

Πτυχιούχος Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας ΑΠΘ.

Κάτοχος Μεταπτυχιακού τίτλου στις Αγγλικές και Αμερικανικές Σπουδές.

 

«Μπορεί να ξέρετε πως γνωρίζετε την ιστορία μου. Ακούσατε πως τελειώνει με τρέλα, ραγισμένες καρδιές, χυμένο αίμα και ένα χαμένο βασίλειο. Αυτό είναι μια ιστορία. Αλλά δεν είναι η δικιά μου. Δεν έχασα τον δρόμο μου. Δεν έχασα τον εαυτό μου στην εκδίκηση. Αντιθέτως, βρήκα τον δρόμο μου στην ελπίδα ότι μια μέρα θα πω την δικιά μου ιστορία.»

Περιμένοντας με ανυπομονησία να δω το Όνειρο Θερινής Νυκτός του Χειλάκη μετά τον Δεκαπενταύγουστο, το μάτι μου έπεσε σε μια λίστα ταινιών και συγκεκριμένα σε μια ταινία της οποίας την ύπαρξη αγνοούσα. Πρόκειται για το Ophelia (2018), μια αναδημιουργία του Άμλετ μέσα από τα μάτια της Οφηλίας, ενός από τους πιο τραγικούς γυναικείους χαρακτήρες των έργων του Σαίξπηρ. Η ταινία, σε σκηνοθεσία της Claire McCarthy, αρχικά κυκλοφόρησε στις 22 Ιανουαρίου το 2018 στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Σάντανς, όμως πήρε το δρόμο για τις κινηματογραφικές αίθουσες στα τέλη του Ιουνίου ένα χρόνο μετά.

Η ιστορία έχει δείξει πως τα έργα του Σαίξπηρ, αν και γράφτηκαν 400 χρόνια πριν, έχουν αντέξει στον χρόνο και τις αλλαγές της κοινωνίας και θεωρούνται πιο επίκαιρα από ποτέ, κάτι που το επιβεβαιώνουν και οι ατέλειωτες διασκευές που έχουμε δει κατά καιρούς. Έργα όπως ο Άμλετ, ο Μακμπέθ, ο Οθέλλος, κλπ. είναι στην κοινή πολιτισμική μας συνείδηση «τέλεια» χωρίς να χρειάζονται προσθέσεις ή αφαιρέσεις (όπως είχε ορίσει την τελειότητα ο Antoine de Saint-Exupéry). Γι’ αυτό και οι πολύ φιλόδοξες διασκευές τους αντιμετωπίζονται με μεγάλη επιφυλακτικότητα από το ακαδημαϊκό, το κριτικό, αλλά και το απλό κοινό.

Το κίνητρο για έναν τόσο ριψοκίνδυνο επαναπροσδιορισμό ενός θεατρικού που είναι κατά πολλούς το καλύτερο όλων των εποχών είναι νομίζω ολοφάνερο. Η Οφηλία είναι το μεγάλο θύμα των έργων του Σαίξπηρ. Είναι η κοπέλα που λατρεύει τον Άμλετ και παίρνει όρκους αιώνιας αγάπης, ενώ ο ίδιος την χρησιμοποιεί για τους δικούς του εγωιστικούς σκοπούς. Είναι η κοπέλα που για να ζήσει τον έρωτα της πρέπει να πάει κόντρα στις προσταγές του πατέρα της και του αδερφού της, ο οποίος πιστεύει πως ο Άμλετ θα την χρησιμοποιήσει ερωτικά και μετά θα την πετάξει λόγω της ταπεινότερης της καταγωγής. Είναι η κοπέλα που είναι κομμένη στα δύο, που είναι παγιδευμένη ανάμεσα στην αγάπη και τον σεβασμό που έχει στον πατέρα της και στην πίστη και την τυφλή, ρομαντική αγάπη και εμπιστοσύνη που έχει στον Άμλετ. Είναι η κοπέλα που χάνει τον πατέρα της από τα χέρια του αγαπημένου της. Είναι η κοπέλα που δεν θα μπορέσει ποτέ να γεφυρώσει το χάσμα του διχασμένου της εαυτού και που θα οδηγηθεί στην τρέλα. Είναι η κοπέλα που δεν θα μπορέσει ποτέ να είναι ταυτόχρονα αυτό που της ζητάει ο πατέρας της και ο αγαπημένος της. Δεν μιλάει πολύ, κανείς δεν παίρνει υπόψη του τα συναισθήματα της, κανείς δεν την υπολογίζει. Σε όλο το έργο είναι ένα πιόνι και των δύο πλευρών, χωρίς ελεύθερη βούληση και αυτενέργεια. Το Ophelia της McCarthy θέλει να της δώσει ακριβώς αυτό. Η Οφηλία που έμεινε στην ιστορία για την αυτοκτονία της και ως το αντικείμενο λύπησης και οίκτου του πιο γνωστού θεατρικού έργου παγκοσμίως, μετατρέπεται στο σενάριο της σκηνοθέτη σε έναν ενεργό φορέα αλλαγής. Γράφει και επηρεάζει η ίδια την ιστορία της, δεν είναι απλά ένα ακόμα θύμα της μοίρας.

Η ανάθεση του ρόλου στην Daisy Ridley, γνωστή στο ευρύ κοινό από την καινούρια τριλογία του Star Wars, μόνο τυχαία δεν είναι. Χωρίς να αμφιβάλλω καθόλου για το υποκριτικό της ταλέντο (ήταν εξαιρετική στο The Force Awakens και στο The Last Jedi) πιστεύω πως η επιλογή έγινε επίσης λόγω της βαρύτητας που έχει το όνομα της ηθοποιού στο πολιτισμικό γίγνεσθαι του 21ου αιώνα. Η Rey των Star Wars έγινε σύμβολο και παράδειγμα της γυναικείας αυτονομίας, πυγμής και προοπτικής, «ξυπνώντας την φεμινιστική δύναμη» όλων των κοριτσιών στον κόσμο, όπως θυμάμαι να επισημαίνεται πολύ εύστοχα σε ένα άρθρο στον Guardian. Ποια καλύτερη από εκείνη για να ξυπνήσει αυτή την δύναμη στην Οφηλία;

Η ιδέα πίσω από το πρότζεκτ ακούγεται πολύ φιλόδοξη θεωρητικά. Το μεγάλο ζήτημα είναι αν η σκηνοθέτης και οι ηθοποιοί κατάφεραν να την μεταφέρουν επιτυχώς στη μεγάλη οθόνη. Στο πρώτο μισό της ταινίας ομολογώ πως πέρα από το γεγονός ότι βλέπουμε σκηνές του Άμλετ μέσα από την οπτική γωνία της Οφηλίας και από κάποιες καθόλου διακριτικές κλισέ σεναριακές ατάκες που είχαν στόχο να μας δείξουν πως αυτή η Οφηλία δεν θα είναι εκείνη του Σαίξπηρ, δεν έβλεπα πώς θα άλλαζε την ιστορία με τις ενέργειες της. Πολλές φορές μέσα στην ταινία αισθάνθηκα πως η σκηνοθέτης προσπαθούσε να δώσει πνοή στην πρωτότυπη ιδέα που είχε ως βάση μόνο μέσω λέξεων και όχι ενεργειών. Λέγοντας και όχι κάνοντας. Αυτό όμως άλλαξε άρδην στο δεύτερο μισό της ταινίας και ιδιαίτερα στην έκβαση της ιστορίας. Εν τέλει είδαμε μια Οφηλία που βρήκε την φωνή της, πήρε την ζωή στα χέρια της, δεν παγιδεύτηκε ανάμεσα στους ανθρώπους που αγαπάει και δεν αυτοκτόνησε για να αποκτήσει έστω και στις τελευταίες της στιγμές τη δυνατότητα της επιλογής της μοίρας της, μια αυτενέργεια. Όπως είναι και ο τίτλος στο βιβλίο της Cheryl Dellasega, η Οφηλία επιβιώνει.

Αυτά που ξεχωρίζω από αυτή την διασκευή, πέρα από τις πολύ ώριμες ερμηνείες της Daisy Ridley και της Naomi Watts, είναι το πόσο όμορφα είναι γυρισμένη και πόσο περίτεχνα κατάφερε να αποδώσει ορισμένες σκηνές του έργου (καταπληκτική η σεκάνς με την θεατρική παράσταση που σχεδίασε ο Άμλετ για να «πιάσει στα πράσα» την βρώμικη συνείδηση και ενοχή του θείου του). Μου άρεσε ιδιαίτερα το soundtrack, το οποίο έπαιζε στις σημαντικότερες σκηνές της ταινίας και το οποίο ήταν μια μελοποιημένη έκδοση του γράμματος που είχε γράψει ο Άμλετ στην Οφηλία (σε μτφ Κακογιάννη: Ας μην πιστεύεις ότι τ’ άστρα είναι όλο φλόγα, ας μην πιστεύεις πως ο ήλιος περπατά, ας μην πιστεύεις πως αλήθειες λεν τα λόγια, πίστεψε όμως πως εκείνος είμαι που αγαπά.)

Διαβάζοντας Σαίξπηρ πολύ περισσότερο από την ιστορία σε συνεπαίρνει η όμορφη γραφή του και οι πανέξυπνες στιχομυθίες των χαρακτήρων. Μπορώ να πω με μεγάλη σιγουριά πως η ταινία της McCarthy ήταν αρκετά πιστή στο modus operandi του μεγάλου δραματουργού. Προτείνω ανεπιφύλακτα να δείτε την ταινία αφού διαβάσετε πρώτα το πρωτότυπο κείμενο. Θα θαυμάσετε τον τρόπο με τον οποίο αποτυπώνονται οι φράσεις του Σαίξπηρ, αλλά και την ευφυέστατη αλλαγή στο νόημα τους μέσα στο πλαίσιο της πιο φεμινιστικής προσέγγισης. Μεγάλο παράδειγμα η κλασική μισογυνιστική ατάκα που στο κείμενο του Σαίξπηρ ξεφωνίζει ο Άμλετ στην Οφηλία τρομερά οργισμένος με την προδοσία της μητέρας του “Get thee to a nunnery” (μτφ. «Πήγαινε σε μοναστήρι» αλλά και «Πήγαινε σε πορνείο» στην αργκό της εποχής), η οποία στην ταινία μεταμορφώνεται σε αγνή προσπάθεια του Άμλετ να σώσει την Οφηλία από τον δρόμο της εκδίκησης και της απώλειας που διάλεξε ο ίδιος.

Βαδίζοντας στον δρόμο των διασκευών όπως ο Tom Stoppard το 1966 με το “Rosencrantz and Guildenstern are Dead”, το οποίο είχε λάβει διθυραμβικές κριτικές, η Claire McCarthy προσπάθησε να εμπλουτίσει την ιστορία του Σαίξπηρ με την πλευρά της Οφηλίας και κατά την ταπεινή μου άποψη, μας έκανε λίγο πιο πλούσιους πολιτισμικά.

Οι ειδήσεις της Κατερίνης και της Πιερίας με ένα κλικ.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ