Μενού Κλείσιμο

Firewatch: Μικρό παιχνίδι, μεγάλα συναισθήματα – Άρθρο του Κωνσταντίνου Σαλαβάτη

Κων/νος Σαλαβάτης

Πτυχιούχος Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας ΑΠΘ.

Κάτοχος Μεταπτυχιακού τίτλου στις Αγγλικές και Αμερικανικές Σπουδές.

 

Το συγκεκριμένο άρθρο το έβαζα στην άκρη πολύ καιρό, κυρίως γιατί αφορά ένα βιντεοπαιχνίδι που, όπως και το Night in the Woods για το οποίο έγραψα στις αρχές του καλοκαιριού, έχει αφήσει την σφραγίδα του στην ψυχοσύνθεση μου. Πολλές φορές δεν έβρισκα τα λόγια για να μπορέσω να περάσω στον αναγνώστη το πόσο επιτυχημένα με συγκλόνισε. Πρόκειται για το Firewatch (2016), ένα ανεξάρτητο adventure παιχνίδι από την Campo Santo, μια άσημη ομάδα προγραμματιστών-υπεύθυνων ανάπτυξης βιντεοπαιχνιδιών από την Washington (όχι την D.C., την άλλη … την ήσυχη πολιτεία στα βορειοδυτικά των ΗΠΑ στα σύνορα με τον Καναδά) που έκανε την εμφάνιση της στο χώρο έτσι ξαφνικά.

Το Firewatch (όπως το Night in the Woods, το What Remains of Edith Finch, το Dear Esther, το Gone Home, το Hellblade: Senua’s Sacrifice) ανήκει στην κατηγορία των βιντεοπαιχνιδιών που πολλοί κοροϊδευτικά αποκαλούν «walking simulators», προσομοιωτές περπατήματος, επειδή το 90% του gameplay τους αποτελείται συνήθως από περπάτημα και όχι από επίλυση γρίφων, δράση, ή στρατηγική. Εγώ επειδή σιχαίνομαι αυτή την ελιτίστικη-φονταμενταλιστική προσέγγιση, τα αποκαλώ με τον όρο που τους δίνουν οι δημιουργοί τους. Narrative-driven games, παιχνίδια δηλαδή με έμφαση στην αφήγηση μιας ιστορίας. Ουσιαστικά ότι πιο κοντινό σε ένα λογοτεχνικό βιβλίο μέσα από το μέσο των βιντεοπαιχνιδιών. Το Firewatch έμεινε γνωστό για την γεμάτη συγκινήσεις ιστορία του, την καταπληκτική του εικαστική προσέγγιση με την καρτουνίστικη πορτοκαλοκόκκινη παλέτα, αλλά και ίσως τους πιο ζωντανούς διαλόγους στην ιστορία των βιντεοπαιχνιδιών. Η επιτυχία του οδήγησε την μεγάλη Valve του Gabe Newell (Half-Life, Counter-Strike, Portal, Left 4 Dead) να απορροφήσει την Campo Santo, με τους δημιουργούς της να δουλεύουν ανενόχλητοι πλέον υπό την σκέπη και με την οικονομική δύναμη ενός προγραμματιστικού κολοσσού.

Όλη η ιστορία εξελίσσεται στο Wyoming το 1989. Οι παίκτες έχουν τον ρόλο του Henry, ενός πυροφύλακα που του έχει ανατεθεί δικό του παρατηρητήριο στο Shoshone National Forest, το Εθνικό Δάσος Shoshone. Το παιχνίδι δεν ξεκινάει αμέσως δίνοντας σου τον χειρισμό του Henry. Αρχίζει να ξετυλίγει την ιστορία εξηγώντας σου στην αρχή το πως κατέληξε ο Henry να βρίσκεται στο Shoshone. Σε πηγαίνει σε ένα χαρούμενο μελαγχολικό ταξίδι στην ζωή του με απλές προτάσεις στην οθόνη, προβάλλοντας νοερές εικόνες στο μυαλό σου από τότε που γνώρισε την γυναίκα του την Julia, μια καθηγήτρια πανεπιστημίου με την οποία γνωρίστηκαν και αγαπήθηκαν στο Boulder του Colorado. Έχεις μάλιστα συνήθως και μια-δύο επιλογές για την συνέχεια της αφήγησης, με βάση τις οποίες μπορείς να διαλέξεις πως θα αντιδρούσες εσύ στις συγκεκριμένες καταστάσεις, κάτι που σε κάνει να αισθάνεσαι το παιχνίδι αρκετά πιο προσωπικό. Νιώθεις τον έρωτα τους να ανθίζει τόσο υπέροχα ώσπου ξαφνικά οι προτάσεις (και το soundtrack!) γίνονται όλο και πιο σκοτεινές σε περιεχόμενο. Η Julia πάσχει από πρώιμη άνοια στα 41 της. Ξεχνάει πράγματα πλέον στην τάξη, η έρευνα της πάει από το κακό στο χειρότερο, οδηγεί μέχρι την επόμενη πόλη για κανέναν απολύτως λόγο και έπειτα την φέρνει πίσω η αστυνομία. Κάποιες μέρες, λέει, έχεις την Julia που σε λέει χαζούλη και τα αγέννητα παιδιά σας χαζοβιόλικα. Τις άλλες μέρες έχεις έναν ξένο.

Το λες στους γονείς της. Σου δίνεται μια επιλογή. Να την αφήσεις να πάει σε μια μονάδα φροντίδας όπου θα την προσέχουν 24 ώρες το 24ωρο ή να την κρατήσεις και να την προσέχεις εσύ ο ίδιος. Η ιστορία θα ξεδιπλωθεί ανάλογα το τι θα απαντήσεις. Πες πως διαλέγεις να την προσέχεις μόνος σου. Προσπαθείς και προσπαθείς, αλλά είναι τρομερά δύσκολο. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα χωρίς αυτή και δεν μπορεί να κάνει τίποτα χωρίς εσένα. Αρχίζεις και βγαίνεις έξω στο ίδιο μπαρ κάθε βράδι. Σε βάθος χρόνου έχεις πει τα πάντα στην Sheila, την μπαργούμαν. Νιώθεις ένα μεγάλο βάρος να φεύγει από πάνω σου. Μια μέρα σε συλλαμβάνουν για οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ. Λες τα πάντα στην αδερφή της. Οι γονείς της έρχονται από την Αυστραλία και βλέπουν το σπίτι σε μαύρα χάλια. Θέλουν να πάρουν την Julia μαζί τους. Δεν διαφωνείς. Λες απλά πως θα την επισκεφτείς σύντομα. Και κάπως έτσι βλέποντας μια αγγελία στην εφημερίδα βρίσκεσαι με αυτή τη δουλειά για το καλοκαίρι. Μακριά από όλους και από όλα, στα βουνά που δεν μπορεί να σε φτάσει η θλίψη της μαύρης σου καθημερινότητας. Αυτά είναι τα πρώτα 10 λεπτά του παιχνιδιού.

Στο Shoshone ο Henry γνωρίζει την Delilah, και αυτή πυροφύλακα σε άλλο παρατηρητήριο με την οποία επικοινωνεί με ένα walkie talkie. Η ιστορία στη συνέχεια εξελίσσεται σε μυστήριο αφού συνειδητοποιείς πως κάποιος παρακολουθεί τις κινήσεις σου και τις ομιλίες με την Delilah μέσα στο δάσος. Ένα μυστήριο που στην καρδιά του εν τέλει είναι όσο τραγικό όσο και η ιστορία του Henry. Στην πραγματικότητα όμως, κατά την άποψη μου, δεν είναι το μυστήριο η καρδιά της ιστορίας, αλλά ο συναισθηματικός δεσμός του Henry με την Delilah. Δύο άνθρωποι μακριά από όλους και από όλα που δεν έχουν τίποτα καλύτερο να κάνουν όλο το καλοκαίρι από το να μιλάνε στο walkie talkie. Και οι δύο σε ευάλωτη κατάσταση, ο καθένας για διαφορετικό λόγο, αρχίζουν να καταλαβαίνουν πως λατρεύουν να κάνουν παρέα ο ένας στον άλλον λίγο παραπάνω από το κανονικό. Αρχίζουν και μοιράζονται πράγματα που τα κρατούσαν βαθιά μέσα τους, γελάνε μαζί, φοβούνται μαζί τον «τρελό» που τους παρακολουθεί μέσα στο δάσος. Φτιάχνουν αναμνήσεις, όπως ο Henry με την Julia χρόνια πριν, χωρίς όμως να βρεθούν από κοντά ούτε μια φορά.

Χωρίς να αναφέρω τίποτα για το μυστήριο προς αποφυγή spoilers και για να μη κόψω από κάποιον ίσως την λαχτάρα να παίξει το παιχνίδι, φτάνουμε στην επίλυση του. Στο Shoshone μαίνεται μια μεγάλη πυρκαγιά και γι’ αυτό το λόγο έρχονται ελικόπτερα να πάρουν τον Henry και την Delilah. Ο Henry είναι ακόμα στο δάσος με κατεύθυνση το παρατηρητήριο της Delilah στο οποίο θα έρθει το ελικόπτερο. Ο Henry της λέει να τον περιμένει. Η Delilah συμφωνεί. Όταν φτάνει ο Henry δεν βρίσκει κανέναν. Μιλάνε για μια τελευταία φορά στο walkie talkie, με την Delilah να του εξηγεί πως μια τέτοια σχέση θα ήταν μεγάλο λάθος. Και κάπως έτσι τελειώνει η ιστορία, με έναν σπασμένο Henry που έζησε για λίγο έναν έρωτα που του πήρε το μυαλό του από το συναισθηματικό αμόνι που του έχει πλακώσει την ψυχή με την αρρώστια της γυναίκας του.

Μου έχει κολλήσει τόσο δυνατά στο μυαλό μου η τελευταία φορά που μίλησε ο Henry με την Delilah γιατί συνειδητοποίησα πως μέσα μου ευχόμουν να τα βρούνε. Ακούγεται τόσο άσχημο και τόσο μεγάλη προδοσία για την γυναίκα του, όμως μπαίνοντας στα παπούτσια του είναι αναπόφευκτο. Εκεί είναι και η επιτυχία του Firewatch. Στο ότι «ξύνει» την πιο μαύρη πλευρά της ψυχής σου, σε «οδηγεί» στο να σκεφτείς πως θες ο Henry να είναι χαρούμενος με την Delilah ξεχνώντας την Julia. Σε κάνει ίσως «κακό» και αυτό είναι για μένα η πιο ανθρώπινη αντίδραση που μου έχει βγάλει βιντεοπαιχνίδι. Γιατί σε αντίθεση με τα διδάγματα της εκκλησίας που λέει πως είμαστε φτιαγμένοι κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν του Θεού, ο άνθρωπος έχει μέσα του και το φως και το σκοτάδι. Και πριν προλάβει και πάρει κάποιος τον δρόμο του ηθικού πλεονεκτήματος υποστηρίζοντας πως στη θέση του Henry δε θα έκανε το ίδιο, απλά παίξτε το Firewatch και μπείτε στα παπούτσια του. Είμαι 100% σίγουρος πως δε θα σας αφήσει αδιάφορους η εμπειρία του.

 

 

Οι ειδήσεις της Κατερίνης και της Πιερίας με ένα κλικ.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ