Μενού Κλείσιμο

Οι κατοικίες της Κατερίνης: Η αρχιτεκτονική και οικιστική τους εξέλιξη μέχρι τη δεκαετία του 1970 | Γράφει η Βίκη Μανιάτη

ΟΙ ΚΑΤΟΙΚΙΕΣ ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ: Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΟΙΚΙΣΤΙΚΗ ΤΟΥΣ ΕΞΕΛΙΞΗ ΜΕΧΡΙ ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1970.

Γράφει η Βίκη Μανιάτη, Αρχιτέκτων Μηχανικός ΑΠΘ,

Πρόεδρος Συλλόγου Αρχιτεκτόνων Πιερίας

*βιβλιογραφικό υλικό & φωτογραφίες από το αρχείο του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων Πιερίας

Τα κτίρια κατοικίας στην πόλη της Κατερίνης, αποτελούν ένα σημαντικό δείγμα κτιριακού αποθέματος, που συνέθεσε και διαμόρφωσε την αρχιτεκτονική ταυτότητα  της πόλης.  Μαζί με τα δημόσια κτίρια  αλλά και τους κοινόχρηστους χώρους, τις πλατείες και τα πάρκα σχημάτισαν την εικόνα της πόλης στο πέρας των δεκαετιών.  Η διαφορετικότητα που χαρακτηρίζει τα μορφολογικά και τυπολογικά χαρακτηριστικά των κατοικιών ανάλογα με την περιοχή που βρίσκονται, υπογραμμίζει την ποικιλομορφία στην κοινωνική και λαογραφική διαστρωμάτωση της πολυσύνθετης αυτής πόλης. Σήμερα, τα διασωθέντα κτίρια κατοικιών, όχι πολλά δυστυχώς σε αριθμό, αποτελούν σημαντικό κομμάτι της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της Κατερίνης. Προσφέρουν γνώση για το παρελθόν αυτής της πόλης μέσα από τα μορφολογικά χαρακτηριστικά τους, αφηγούνται την ιστορία των ανθρώπων που τους έδωσαν ζωή μέσα στα χρόνια και κρατάνε ζωντανή τη μνήμη για τις επόμενες γενιές κατοίκων και επισκεπτών.

Σε μια προσπάθεια διάσωσης της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της Κατερίνης, ο Σύλλογος Αρχιτεκτόνων Πιερίας, κατέγραψε τη διετία 2015-2017 περίπου 150 κτίρια μεγαλύτερης ή μικρότερης ιστορικής και αρχιτεκτονικής αξίας, ιδιωτικά και δημόσια, με κοινό χαρακτηριστικό την κατασκευή τους πριν τη δεκαετία 1970. Σε αυτά περιλαμβάνονται και πολλές κατοικίες, οι οποίες πέρα από την ιστορική και αρχιτεκτονική τους αξία, αποτυπώνουν με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους την διαφορετικότητα της κάθε συνοικίας της Κατερίνης. Από το αρχειακό αυτό υλικό, παρατίθεται ένα δείγμα που αφορά στα κτίρια με χρήση κατοικίας, στη  Κατερίνη.

Η πόλη της Κατερίνης που μετρά ελεύθερη 110 χρόνια ζωής, αποτελεί ένα πολύπλευρο αστικό κέντρο, με πολλά και διαφορετικά χαρακτηριστικά να διαμορφώνουν τις συνοικίες-γειτονιές της. Κάθε συνοικία, διαθέτει έναν εντελώς δικό της αρχιτεκτονικό χαρακτήρα, αποτέλεσμα της διαφορετικής  χρονικής και οικιστικής εξέλιξης της ανάπτυξης και κατοίκισης της. Χαρακτηρίζεται ως προσφυγική πόλη, μιας και η έλευση των προσφύγων ήταν αυτή που καθόρισε την πορείας της τόσο ιστορικά όσο και πολεοδομικά. Παρ’ ότι από το 1912 που απελευθερώθηκε υπήρχαν τάσεις εκσυγχρονισμού και απαλλαγής από τα οθωμανικά πρότυπα, γραπτές μαρτυρίες όπως αυτή του τοπογράφου Marcel Kurz που περιηγήθηκε στην περιοχή  το 1920, μας δείχνουν ότι η πόλη παραμένει κολλημένη στην εικόνα ενός «τουρκικού χωριού, με ψήλους μιναρέδες». Το 1922 όμως, η έλευση προσφύγων από τον Πόντο, τη Μικρά Ασία και τη Θράκη και η ένωση τους με τους ντόπιους Βλάχους και Σαρακατσάνους, διαμόρφωσε το οικιστικό τοπίο της Κατερίνης σε αυτό που γνωρίζουμε μέχρι σήμερα. Η χρονιά που αποτελεί σημείο καμπής στην πολεοδομική της εξέλιξη είναι το 1929, οπότε και εγκρίθηκε το πρώτο πολεοδομικό σχέδιο της πόλης.

Το κέντρο του αστικού ιστού της Κατερίνης διασχίζει διαχρονικά, ο οδικός άξονας της οδού Μεγάλου Αλεξάνδρου, εκατέρωθεν του οποίου αναπτύσσονται οι κτιριακοί όγκοι. Αναλλοίωτη παραμένει και η θέση της Πλατείας Ελευθερίας. Ένα κοινό χαρακτηριστικό των κτιρίων του κέντρου σε σχέση με αυτά των υπόλοιπων περιοχών, είναι ότι εδώ συναντάμε συχνά μικτή χρήση: Κατοικία στον όροφο ή τους ορόφους και κατάστημα στο ισόγειο. Είναι κάτι απολύτως φυσιολογικό αν αναλογιστεί κανείς ότι πάντοτε οι εμπορικές χρήσεις συγκεντρώνονται στα κέντρα των πόλεων. Επομένως στο κέντρο της Κατερίνης οι περισσότερες κατοικίες αναπτύσσονται σε όροφο δίνοντας χώρο στο ισόγειο των κτιρίων για εμπορική χρήση. Μέχρι σήμερα διασώζονται 2 κτίρια κατοικίας/καταστήματος στο μέτωπο της Πλατείας Ελευθερίας που χρονολογούνται στο 1930. Η μορφολογίας τους αντλεί τόσο εκλεκτικιστικά χαρακτηριστικά, όσο και χαρακτηριστικά του ρεύματος της Αρτ Νουβό.

Επίσης, ίδιας τυπολογίας είναι και τα αντικριστά κτίρια κατοικίας/καταστήματος στη συμβολή των οδών Κύπρου και 16ης Οκτωβρίου. Το κτίριο στα δεξιά πρόκειται για κατοικία του παλαιού βουλευτή Δημάδη με κατάστημα στο ισόγειο, χτισμένο την δεκαετία του 1930. Διαθέτει στοιχεία Αρτ Νουβό, ημι-κυκλικό αέτωμα, εξώστης σε σχήμα τραπέζιο με χαρακτηριστικά κιγκλιδώματα, υψίκορμα ανοίγματα και διακοσμητικά στοιχεία στην όψη. Το κτίριο στα αριστερά πρόκειται για  μια κατοικία του 1930 με κατάστημα στο ισόγειο, υψίκορμα ανοίγματα, γωνιακή πολυγωνική προεξοχή, γείσο στο επιστέγασμα με τα χαρακτηριστικά κιγκλιδώματα της εποχής.

Στο κέντρο της πόλης βρίσκεται επίσης το εμβληματικότερο κτίριο της Κατερίνης το οποίο είχα κατασκευασθεί αρχικέ ως κατοικία. Πρόκειται για την πρώην οικία Τσαλόπουλου η οποία αποτελεί ένα από τα ελάχιστα σωζόμενα δείγματα αστικής αρχιτεκτονικής των αρχών του 20ου αιώνα στην Κατερίνη.  Κτίστηκε το 1908 ως κατοικία από το δικηγόρο Δημήτριο Τσαλόπουλο. Πρόκειται για ένα διώροφο εκλεκτικιστικό κτίσμα με ημιυπόγειο. Η μορφολογία του κτιρίου έχει επιρροές από το εκλεκτικιστικό ρεύμα. Πρόκειται για ανάμιξη πολλών και διαφορετικών στοιχείων που επικράτησε ως ένα βαθμό κατά τον 19ο αιώνα και συνδέθηκε με το ύφος Baux Arts της παρισινής σχολής. Δομικές μορφές, διακοσμητικά μοτίβα και ρυθμοί αποτελούν το «πεδίο» της δημιουργικής ανάμιξης.  Τα κτίρια χαρακτηρίζονται από συμμετρία, μνημειακό-επιβλητικό ύφος, πλούσιο και έντονα γλυπτικό διάκοσμο και  ενίοτε και πολυχρωμία. Την εκλεκτικιστική αρχιτεκτονική τη συναντάμε συχνά στις κατοικίες των εύπορων της εποχής.  Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η πυργοειδής απόληξη που διαμορφώνεται στη νοτιοδυτική γωνία του η οποία συμβάλλει στην προβολή του κτίσματος στον αστικό ιστό, καθώς και οι διακοσμήσεις των

όψεων. Η τυπολογία του κτίσματος ακολουθεί τη διάταξη των δωματίων γύρω από μία κεντρική σάλα, τυπολογία ιδιαίτερα δημοφιλή στις κατοικίες του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα. Το κτίσμα χαρακτηρίστηκε ως έργο τέχνης από το ΥΠΠΟΑ το 1979 οπότε και του δόθηκε η χρήση του ως χώρος πολιτισμού. Περιήλθε στο Δήμο Κατερίνης, ύστερα από απαλλοτρίωση. Η μελέτη αποκατάστασης και επανάχρησής του ως χώρου πολιτιστικών δραστηριοτήτων και Δημοτικής Πινακοθήκης ξεκίνησε το 1999 από την μελετητική ομάδα που αποτελείτο από τους αρχιτέκτονες Β. Αντωνακάκης, Α. Χαριτόπουλος, Α. Κανσουζίδου και η αποκατάσταση του ολοκληρώθηκε το 2009 οπότε και εγκαινιάστηκε.

Άλλη μια σημαντική κατοικία του κέντρου, χαρακτηρισμένη ως διατηρητέο κτίριο από το Υπουργείο Μακεδονίας- Θράκης το 2008, είναι η οικία Τσιουπλή επί της οδού 25ης Μαρτίου. Κτίστηκε το 1909 ως κατοικία από τον κτηματία Τσιουπλή. Πρόκειται για ένα διώροφο κτίσμα με ημιυπόγειο το οποίο μορφολογικά διακρίνεται για την συμμετρία του. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι ανάγλυφες παραστάσεις που κοσμούν τις γωνίες και τα υπέρθυρα του κτίσματος.  Πρόκειται για ανθρωπόμορφα, ζωόμορφα και ανθρώπινα κεφάλια που μοιάζουν με μάσκες. Τα συναντάμε σε σπίτια, δημόσια κτίρια και Εκκλησίες σε Ελλάδα και Βαλκάνια. Συνήθως έχουν χαρακτήρα αποτρεπτικό, χωρίς να αποκλείεται η αναπαράσταση της προσωπογραφίας του κτήτορα ή των μαστόρων. Δυστυχώς δεν έχουν ξεκινήσει εργασίες αποκατάστασης για το συγκεκριμένο κτίριο και οι αλλοιώσεις του χρόνου είναι ιδιαίτερα εμφανείς στο κέλυφος του.

Στην ευρύτερη περιοχή του Πάρκου της Κατερίνης, στη συμβολή των οδών Βασιλείου Β’ και Νοταρά, βρίσκονται δύο από τις σημαντικότερες σωζόμενες κατοικίες της πόλης, η οικία Μπίσμπα και η οικία Ευαγγελάκη.  Το κτίριο στα δεξιά ανήκε στην οικογένεια Μπισμπα ενώ το κτίριο στα αριστερά στον καπνέμπορα Ευαγγελάκη. Ξεκίνησαν να κατασκευάζονται παράλληλα το 1934 από τον Κωνσταντίνο Μπίσμπα, μηχανικό και παππού του σημερινού ιδιοκτήτη. Η οικία Μπίσμπα αποτέλεσε την πρώτη ιδιωτική κατοικία που άνοιξε τις πύλες της στο κοινό τον Οκτώβριο του 2017, για τη δράση «Κτίρια Ανοιχτά» (στα πρότυπα του Open House) που πραγματοποιήθηκε από το Σύλλογο Αρχιτεκτόνων Πιερίας. Η οικία αποτελείται από ισόγειο και όροφο και ένα τμήμα μόνο υπόγειο. Στο ισόγειο υπάρχει το χωλ της εισόδου, κουζίνα καθιστικό, σαλόνι και μπάνιο. Στον όροφο ήταν οι κρεβατοκάμαρες .Το υπόγειο λειτουργούσε ως αποθηκευτικός χώρος. Την εποχή που άρχισε να χτίζεται η περιοχή ήταν κατάφυτη και δεν υπήρχαν άλλα κτήρια γύρω. Η θέα που είχε το σπίτι πριν την ολοκληρωτική ανοικοδόμηση της περιοχής ήταν προς τον Όλυμπο και οι σημερινοί ιδιοκτήτες θυμούνται τον παππού Κώστα Μπίσμπα να διηγείται πως ανεβαίνοντας στο δώμα του σπιτιού μπορούσε κανείς να δει ως την παραλία. Το κτίριο χαρακτηρίζουν καθαροί επιβλητικοί όγκοι, με οικόσημα στις γωνίες, για τα οποία κατασκευάστηκαν μήτρες, καλούπια, που φέρουν τα αρχικά του ονόματος του ιδιοκτήτη, Κ.Μ. (Κωνσταντίνος Μπίσμπας). Σημαντικός είναι και ο υπόλοιπος διάκοσμος  που περιλαμβάνει τα υποστυλώματα, τις μετόπες, που ταυτόχρονα αποτελούν και τα προστατευτικά στηθαία του δώματος και τα κολωνάκια, τα οποία είναι κατασκευασμένα από τσιμέντο και φέρουν και οπλισμό. Αποτελεί ένα από τα πρώτα διώροφα κτίρια της Κατερίνης και μάλιστα με ελεύθερο εσωτερικό ύψος 4,00 μ περίπου. Είναι αξιοσημείωτο το ότι το κτίριο αυτό δεν είχε ποτέ στέγη, μια πολύ συνειδητή επιλογή του ιδιοκτήτη, για να διατηρήσει αυτό τον ιδιαίτερο χαρακτήρα στη μορφολογία του κτιρίου. Δεν ήταν όλο όμως αυτό που αντικρίζουμε σήμερα. Τμήμα της κατοικίας αποτελεί προσθήκη που έγινε το 1987, έγινε με τόσο έντεχνο και αρμονικό τρόπο που δεν είναι εύκολο να το διακρίνει κανείς. Είναι χαρακτηριστικό το ταλέντο και η καλλιτεχνία του επόμενου ιδιοκτήτη και συνεχιστή μηχανικού του κ. Γιάννη Μπίσμπα, που κατάφερε να «δέσει» 2 κτίρια με διαφορά ηλικίας περίπου 50 ετών. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ιστορικά και η χρήση του κτίριο. Κατά τη διάρκεια του πολέμου επιτάχθηκε από τους Γερμανούς και χρησιμοποιήθηκε ως διοικητήριο. Η εξαμελής οικογένεια περιορίστηκε στον όροφο και το ισόγειο έγινε γραφεία. Ωστόσο αποτέλεσε και καταφύγιο, ένας υπόγειος χώρος που βρίσκεται στην αυλή δίπλα στο κτίριο, έκρυψε και έσωσε πολλούς. Σήμερα δεν υπάρχει πρόσβαση σε αυτό. Μετά τον πόλεμο, το 1949-50, αποτέλεσε την κατοικία του πρώτου διορισμένου Νομάρχη Πιερίας, Γεωργίου Καλλία ο οποίος φιλοξενήθηκε σε αυτήν εδώ την κατοικία με την οικογένεια του, στον όροφο του σπιτιού.

Η Κατερίνη πέραν του κέντρου, διαθέτει πολλές και διαφορετικές συνοικίες κάθε μια από τις οποίες αφηγείται τη δική της ιστορία μέσα από τα κτίρια της. Τα Ευαγγελικά, ένας από τους πρώτους προσφυγικούς συνοικισμούς που συγκροτήθηκαν στην Κατερίνη, ιδρύθηκε το φθινόπωρο του 1923 από πρόσφυγες του Πόντου και της Μικράς Ασίας. Ο συνοικισμός έχει διατηρήσει ως ένα βαθμό τον αρχικό του χαρακτήρα. Ο συντελεστής δόμησης παραμένει χαμηλός, κυριαρχούν οι μονοκατοικίες με αυλές, ορισμένες από τις οποίες είναι των πρώτων χρόνων της ίδρυσής του. Τα κτίρια  που έχουν καταγραφεί συγκεντρώνουν τα εξής χαρακτηριστικά: Τυπολογικά στη πλειοψηφία τους  είναι διώροφα, με χαμηλωμένο το ισόγειο το οποίο φιλοξενούσε βοηθητική χρήση. Χαρακτηριστική είναι η κεντρική κλίμακα εισόδου που οδηγεί στην κύρια κατοικία. Μορφολογικά χαρακτηρίζονται από τα ιδιαίτερα στοιχεία των όψεων όπως ψηλά παράθυρα με φεγγίτες, στέγη,  αετώματα στις προσόψεις, γείσο, μωσαϊκά δάπεδα περίτεχνα κιγκλιδώματα και διακοσμημένες  θύρες εισόδου.  Τα παραπάνω χαρακτηριστικά αντιστοιχούν σε κτίρια που χρονολογούνται στις δεκαετίες  ‘20-’50 και αντανακλούν σε πολλές περιπτώσεις την οικονομική κατάσταση των προσφύγων που εγκαταστάθηκαν εδώ Τα νεότερα κτίρια,  τυπολογικά  χαρακτηρίζονται στην πλειοψηφία τους από ορθογώνια κάτοψη ενός επιπέδου, με πιθανή μικρή υπερύψωση, ημιυπαίθριο χώρο και γωνιακό κυκλικό υποστύλωμα. Η μορφολογία αυτού του τύπου κτιρίων είναι πιο απλή με στέγη, γείσο και μωσαϊκά δάπεδα. Κοινό χαρακτηριστικό σε όλες τις δεκαετίες είναι τα ευρύχωρα οικόπεδα μέσα στα οποία οι κατοικίες χτίζονται συνήθως σε υποχώρηση σε σχέση με τον δρόμο.

Τα Θρακιώτικα είναι άλλος ένας συνοικισμός προσφύγων, αυτήν τη φορά από την Ανατολική Θράκη. Τον Οκτώβριο του 1922 φτάνουν διωγμένοι στην Κατερίνη πρόσφυγες από τον Αρτεσκό της Ανατολικής Θράκης και τις γύρω περιοχές. Ο Αρτεσκός ή Μπαμπά- Εσκί όπως λέγονταν, βρίσκεται 30 χιλιόμετρα νότια των Σαράντα Εκκλησιών, στις όχθες του ποταμού Εργίνη. Από τους 8.500 Έλληνες που κατοικούσαν στον Αρτεσκό, φτάνουν στην Κατερίνη 100 περίπου οικογένειες. Σταματούν με τις βοϊδάμαξές τους στις παρυφές της πόλης ανάμεσα στον Τσερκέζ και τον Χαμιδιέ μαχαλά. Την κεντρική οδό γύρω από την οποία χτίστηκαν τα σπίτια και γενικότερα αναπτύχθηκε ο συνοικισμός, την ονομάζουν οδό Αρτεσκού προς τιμή και ανάμνηση της ιδιαίτερής τους πατρίδας. Η οδός Αρτεσκού παραμένει μέχρι σήμερα. Αρχικά οι πρόσφυγες έμειναν σε εγκαταλελειμμένα τουρκικά σπίτια, τα οποία τους παραχώρησε η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων, μέσω της Γενικής Διεύθυνσης Εποικισμού Μακεδονίας. Από το 1923 ως το 1929 η Ε.Α.Π. παραχωρεί σε κάθε Θρακιώτη πρόσφυγα ένα στρέμμα οικόπεδο. Την ευθύνη για το μοίρασμα αναλαμβάνει η Επιτροπή του συνοικισμού. Το 1927 στα οικόπεδα που είχαν δοθεί στους πρόσφυγες, χτίζονται από την Επιτροπή Εποικισμού ομοιόμορφες κατοικίες. Οι κατοικίες αυτές διέθεταν δύο δωμάτια, χωλ και κουζίνα. Χαρακτηριστική ήταν η κεραμοσκεπή και οι «φράχτες» των αυλών που ήταν μικροί αγκαθωτοί θάμνοι, τα τσάλια. Μια από τις τελευταίες κατοικίες τέτοιου τύπου γκρεμίστηκε πριν λίγο καιρό . Βρισκόταν στην συμβολή των οδών Φιλώτα και Ρήγα Φεραίου. Ο συνοικισμός δε διατηρεί τον παλιό του χαρακτήρα τόσο έντονο, όσο τα Ευαγγελικά, αφού στη θέση των περισσότερων μονοκατοικιών έχουν ανεγερθεί οικοδομές.

Ο τελευταίος συνοικισμός που χτίστηκε εξαρχής και με τη συμβολή του Κράτους είναι τα Καταφυγιώτικα ή όπως λέγονται από τους Κατερινιώτες, τα Καταφιώτικα. Πρόκειται για ένα συνοικισμό χτισμένο ανάμεσα στο συνοικισμό του Μυλαύλακου και στον ποταμό Πέλεκα. Ο συνοικισμός φέρει το όνομα του χωριού από το οποίο ήρθανε οι πρόσφυγες. Το Καταφύγι είναι ένα ορεινό χωριό στα Πιέρια όρη, στα όρια των νομών Πιερίας και Κοζάνης. Το 1942 πυρπολήθηκε από τους Γερμανούς και καταστράφηκε ολοσχερώς. Οι κάτοικοί του ήρθαν τότε πρόσφυγες στην Κατερίνη. Το Κράτος έχτισε στην περιοχή αυτή ομοιόμορφες μικρές διώροφες κατοικίες, τις οποίες μοίρασε στους πρόσφυγες. Ορισμένες κατοικίες είναι ανά δύο ενωμένες.  Αυτή είναι και η μόνη τυπολογία παλιών κατοικιών που συναντάμε στην περιοχή. Οι όψεις είναι ιδιαίτερα απλές με μικρά ανοίγματα. Από τις κατοικίες αυτές ελάχιστες σώθηκαν μέχρι σήμερα. Μπορούμε να πούμε πως οι καταφυγιώτικες κατοικίες αποτελούν ένα πρώτο ανεπίσημο δείγμα βιοκλιματικής κατοικίας στην Κατερίνη, καθώς κάποια χαρακτηριστικά τους όπως τα ανύπαρκτα ανοίγματα προς τον βορρά ή η πέτρινη τοιχοποιία μεγάλου πάχους τα καθιστούν μη ενεργοβόρα.

Ένα μέρος των θρακών αστών προσφύγων, μαζί με αστούς πρόσφυγες από άλλες περιοχές, συγκρότησαν τον συνοικισμό των Αστικών. Ο συνοικισμός χτίστηκε από το Κράτος και την Επιτροπή Εποικισμού το 1927, σε ανταλλάξιμες οικοπεδικές εκτάσεις πίσω και γύρω από την παλιά Νομαρχία. Το Κράτος έχτισε για τους πρόσφυγες ομοιόμορφες μονοκατοικίες ανάλογες με αυτές που είχαν χτιστεί στα Θρακιώτικα. Από τη δεκαετία του ‘30 έχει διασωθεί ένα ολόκληρο μέτωπο με δύο προσφυγικές κατοικίες και μία «αστική» κατοικία της δεκαετίας του 20.

Τα Αστικά έχουν αλλοιωθεί αρκετά, αποτελώντας πλέον μία από τις πιο πυκνοκατοικημένες γειτονιές τις πόλης. Συναντάμε κτίρια διαφορετικών εποχών. Από κάποιες πρώτες προσφυγικές κατοικίες μέχρι αστικές κατοικίες των αρχών του 1930, το μέγεθος και οι όψεις των οποίων φανερώνουν την οικονομική ευμάρεια των αρχικών τους ιδιοκτητών. Επιπλέον, στην περιοχή των Αστικών ανεγέρθηκαν την δεκαετία του ’50 κάποια από τα πρώτα πολυώροφα κτίρια της πόλης.  Ένα κοινό χαρακτηριστικό των κατοικιών ήδη από τις πρώτες δεκαετίες, είναι ότι τα περισσότερα κτίσματα αναπτύσσονται επί του μπροστινού ορίου του οικοπέδου, επάνω δηλαδή στην σημερινή οικοδομική και ρυμοτομική γραμμή. Η τοποθέτηση αυτή προσδίδει έναν πιο αστικό χαρακτήρα σε αυτές τις κατοικίες, σε σχέση για παράδειγμα με περιοχές όπως τα Ευαγγελικά.

Τα Χηράδικα καταλαμβάνουν την έκταση πίσω από το 5ο Γυμνάσιο, δηλαδή το πρώην τουρκικό Υποδιοικητήριο.  Πρόκειται για έναν οικισμό που χτίστηκε από το Κράτος, το 1927, σε ανταλλάξιμες οικοπεδικές εκτάσεις. Οι κατοικίες ήταν επίσης μικρές και ομοιόμορφες, όπως και στις υπόλοιπες περιπτώσεις. Το όνομά του το οφείλει ο συνοικισμός στο γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος αυτών των κατοικιών δόθηκε σε χήρες πρόσφυγες. Οι κατοικίες ήταν μικρές ισόγειες ομοιόμορφες. Έχουν σωθεί ορισμένες επί της 25ηςΜαρτίου.

Η Κατερίνη έχει διασώσει το παραπάνω μικρό δείγμα κατοικιών οι οποίες παραμένουν ευτυχώς μέχρι σήμερα ενταγμένες στον αστικό ιστό και κρατάνε ζωντανή τη μνήμη του παρελθόντος αντικρίζοντας τες. Στη συλλογική μνήμη όμως, έχουν περάσει κάποιες κατοικίες που χάραξαν τη δική τους ιστορία και η εικόνα τους παραμένει ανεξίτηλη στο μυαλό των Κατερινιωτών  που πρόλαβαν να τα θαυμάσουν πριν αυτά κατεδαφιστούν. Τυπικά παραδείγματα αυτών των κατοικιών, η οικία Θωμαΐδη, η οποία στέγαζε και την κλινική του γιατρού Θωμαΐδη, επί της οδού Ζαλόγγου, η οικία Χιάμπου, στη διασταύρωση των οδών Παρμενίωνος, Αντιγόνου και Πιερίων και το «Δεσποτικό», όπως ονομαζόταν η οικία που βρισκόταν στη διασταύρωση των οδών Ειρήνης και Εφέσου της Κατερίνης η οποία πήρε αυτό το όνομα επειδή χρησιμοποιήθηκε ως διαμονή για κάποιο διάστημα των Μητροπολιτών Κωνσταντίνου και Βαρνάβα.

Οι ειδήσεις της Πιερίας με ένα κλικ.